
Με αφορμή μια σειρά φόνων που παραπέμπουν στα Ελευσίνια Μυστήρια, οι ήρωες καλούνται να λύσουν γρίφους, να αναμετρηθούν με μυστικές οργανώσεις και να διαχειριστούν αλήθειες που απειλούν να αλλάξουν τον κόσμο. Σε αυτή τη συνέντευξη, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί πίσω από την πλοκή, τους συμβολισμούς και την έμπνευση ενός βιβλίου που ακροβατεί ανάμεσα στο φως της γνώσης και τη σκιά του αγνώστου.
Τι σας ενέπνευσε να συνδέσετε μια σύγχρονη αστυνομική υπόθεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια;
Σπούδασα αρχαιολογία, αν και εντέλει καταπιάστηκα μ’ ένα εντελώς διαφορετικό ερευνητικό κλάδο της συγκεκριμένης επιστήμης. Τα Ελευσίνια Μυστήρια ασκούσαν πάντα μεγάλη γοητεία πάνω μου. Είναι άλλωστε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της αρχαιότητας, ένα από τα ελάχιστα που ακόμα και σήμερα δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί. Πολλές οι σχετικές εικασίες, πολλές και οι οπτικές γωνίες που κρύβονται πίσω απ’ αυτές, πλούσια πηγή έμπνευσης επομένως και υλικό για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να ταξιδέψει τον αναγνώστη σε θρύλους και μυστικά της αρχαίας Ελλάδας.
Ο υπόγειος κόσμος της Αθήνας παίζει κομβικό ρόλο στο βιβλίο. Τι συμβολίζει για εσάς αυτή η «υπόγεια» διάσταση;
Εδώ και χρόνια, δεκαετίες συγκεκριμένα, κυκλοφορεί σε συγκεκριμένους κύκλους η «φήμη» της πόλης κάτω από την πόλη. Σε όλες αυτές τις θεωρίες -που πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της συνωμοσιολογίας- υπάρχουν στοιχεία που έχουν βάση και άλλα που είναι εντελώς παράλογα και ανυπόστατα. Μπορεί λοιπόν να μην υπάρχει αυτούσια υπόγεια πόλη, διατηρείται όμως μεγάλο μέρος των δικτύων του Κηφισού, του Ποδονίφτη, του Ιλισού, του Κυκλοβόρου και της Πικροδάφνης. Υπάρχει η δυνατότητα να διανύσει κανείς χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της γης, αρκεί να εντοπίσει τις -ως επί το πλείστον- σφραγισμένες εισόδους των υπόγειων στοών. Παλιά καταφύγια, κατακόμβες, υπόγεια ιερών, σήραγγες, θάλαμοι και νερά που ακόμη κυλούν, όλα είναι εκεί και περιμένουν να ανακαλυφθούν. Στο βιβλίο βέβαια, η απεικόνιση αυτού του υπόγειου δικτύου εντάσσεται στη σφαίρα της μυθοπλασίας.

Οι γρίφοι και τα μνημεία της αρχαιότητας είναι βασικά στοιχεία της πλοκής. Πώς προσεγγίσατε την ιστορική ακρίβεια σε συνδυασμό με τη μυθοπλασία;
Το στοίχημα για μένα είναι το πετυχημένο πάντρεμα των υπαρκτών αναφορών στην αρχαιότητα και στα εθιμοτυπικά της -που αποτελούν ούτως ή άλλως κομμάτι των σπουδών και της επαγγελματικής μου δραστηριότητας στη συνέχεια- με τη μυθοπλασία. Ηθελα μια δυνατή ιστορία, γεμάτη μυστήριο, γρίφους και ανατροπές που να πατάει σε υπαρκτά και απόλυτα τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα, μετατρέποντάς τα στη συνέχεια σε ενεργούς πυλώνες του αστυνομικού αυτού αφηγήματος. Αν τώρα το συγκεκριμένο εγχείρημα μπορεί να χαρακτηριστεί πετυχημένο ή όχι, αυτό είναι κάτι που μονάχα ο χρόνος μπορεί να το δείξει και η αποδοχή του έργου από το αναγνωστικό κοινό.
Ο Αντι Κάλφας είναι ένας ήρωας με οικογενειακό παρελθόν γεμάτο μυστήριο. Πώς χτίστηκε ο χαρακτήρας του;
Ο Αντι φέρει πολλά στοιχεία δικά μου, τα περισσότερα ίσως απ’ όλους τους χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο. Δεν μοιράζομαι μαζί του –ευτυχώς- ένα αντίστοιχο τραυματικό παρελθόν, πολλές από τις σκέψεις και τις απόψεις του όμως είναι «δανεικές» από τη δική μου κοσμοθεωρία. Αυτή η ταύτιση ιδεών αποτέλεσε τόσο κινητήριο δύναμη όσο και τροχοπέδη παράλληλα. Κάποιες φορές μου άνοιγε τον συγγραφικό μου δρόμο και άλλες με τρόμαζε και με κρατούσε πίσω. Οπως κι αν έχει, ο Αντι Κάλφας είναι ο ήρωας που αγάπησα λιγάκι παραπάνω. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως μαζί με τον αστυνόμο Ραΐση θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί στις σελίδες και του επόμενου βιβλίου μου.

Η ιστορία εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον όπου η πίστη, η επιστήμη και ο μύθος συγκρούονται. Ποια είναι η δική σας στάση απέναντι σε αυτά τα όρια και πώς τα εξερευνά το βιβλίο;
Είμαι άνθρωπος που υπηρετεί την επιστήμη και ανέκαθεν ήμουν υπέρμαχος της αλήθειας, της λογικής και της προσεκτικής τεκμηρίωσης, σε ό,τι κι αν καταπιανόμουν. Παρόλα αυτά, τόσο ο μύθος όσο και η πίστη είναι αναπόσπαστα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, που έχουν τη δυνατότητα να διεγείρουν τη φαντασία, να προκαλέσουν, να δοκιμάσουν, να διχάσουν και να επαναπροσδιορίσουν. Τα πάντα. Ή σχεδόν τα πάντα. Κάπως έτσι τα χειρίστηκα κι εγώ στο έργο μου. Και τα τρία μαζί. Μπλεγμένα σ’ έναν μίτο που μέχρι τις τελευταίες σελίδες κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσει.
Ο τίτλος «Υπό Σκιάν» υπονοεί κάτι που βρίσκεται στο σκοτάδι ή κρύβεται. Πόσο σημαντικό είναι το «αόρατο» ή το «ανείπωτο» στο βιβλίο σας;
Το «αόρατο» και το «ανείπωτο» έχουν πάντοτε βαρύτητα, όχι μόνο στη λογοτεχνία·ίσως μάλιστα μεγαλύτερη κι απ’ αυτό που φαίνεται ή λέγεται. Στη ζωή, αυτά που δεν βλέπουμε ή δεν τολμούμε να ονομάσουμε διαμορφώνουν συχνά τις πιο κρίσιμες αποφάσεις μας. Κουβαλάμε φόβους, επιθυμίες, ενοχές ή ελπίδες που δεν έχουμε τολμήσει ποτέ να εκφράσουμε, παρόλο που επηρεάζουν βαθιά τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους άλλους, αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Στο «Φάκελος: Υπό Σκιάν» προσπαθώ να φέρω στο προσκήνιο ακριβώς αυτό: όχι το εμφανές, αλλά το υπόγειο. Αυτό που υπονοείται. Ο,τι έχει «θαφτεί» σκόπιμα ή κατά λάθος. Γιατί το αόρατο δεν σημαίνει ανύπαρκτο·και το ανείπωτο δεν στερείται φωνής. Χρειάζεται απλά ένας πιο παρατηρητικός και υποψιασμένος αποδέκτης.

