Ακολουθεί το απόσπασμα από το βιβλίο «Ιθάκη»:
«Μπήκα στο πρωθυπουργικό γραφείο, που δεν ήταν μόνο δυσλειτουργικό, ήταν και μουντό. Πολύ μουντό. Όχι μόνο γιατί η επίπλωσή του ήταν αυστηρά παλιομοδίτικη και βαριά, με ξύλινη επένδυση σε σκούρο χρώμα, αλλά κυρίως επειδή το φως του ήλιου δεν έφτανε ποτέ σε αυτό το σημείο του κτηρίου. Είχε ένα παράθυρο με θέα μια ωραία νεραντζιά, μπροστά στον κήπο του Μεγάρου, που έβλεπε στην Ηρώδου Αττικού. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι ήλιος ανέβαινε από πίσω και το φως έμπαινε στο δωμάτιο μόνο νωρίς το απόγευμα για καμιά ώρα περίπου και μετά χανόταν πίσω από τα πυκνά δέντρα του Εθνικού Κήπου. Οπότε, το γραφείο ήταν συνεχώς κρύο και σκοτεινό. Ειδικά τον χειμώνα με τις μικρές μέρες, αυτή η αίσθηση ήταν σχεδόν καταθλιπτική.
Και σε αυτό το κρύο, μουντό και σκοτεινό κτίριο, μπήκα και δεν βρήκα έναν άνθρωπο να μου εξηγήσει ακριβώς πώς λειτουργεί το περιβόητο κόκκινο τηλέφωνο. Που, παρεμπιπτόντως, δεν ήταν καν κόκκινο, μαύρο ήταν. Κάποια στιγμή, η Ελένη Σταυρακάκη, η γραμματέας μου για χρόνια στον έβδομο της Κουμουνδούρου, που είχε προλάβει να εγκατασταθεί στο πίσω δωματιάκι του πρωθυπουργικού γραφείου, άνοιξε την πόρτα και έφερε κάτι συντρόφους από το τμήμα Πληροφορικής του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν επιστρατευτεί για να δουν τις εγκαταστάσεις και τα τεχνικά ζητήματα ασφαλείας. Μου εξήγησαν, γρήγορα, πώς λειτουργούσε εκείνο το δήθεν κόκκινο τηλέφωνο και πώς μπορούσα να καλώ απευθείας τους Υπουργούς. Και πριν προλάβουν να φύγουν από το γραφείο, έκτος μένα μόνος, ξαφνικά αυτό το αναθεματισμένο άρχισε να χτυπάει.
Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Στρατηγός Κωσταράκος, τότε Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, συγχωρεμένος σήμερα, ο οποίος μου λέει:
«Κύριε Πρωθυπουργέ, τα σέβη μου».«Ποιος είστε;» τον ρωτάω.
«Είμαι ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Δυστυχώς δεν σας τηλεφωνώ για καλό, έχω ένα πολύ δυσάρεστο νέο».
«Πείτε μου τι έγινε;», του είπα.
«Είχαμε ένα ατύχημα στην Ισπανία, έπεσε ένα αεροσκάφος της Πολεμικής μας Αεροπορίας σε μια άσκηση και έχουμε δύο νεκρούς Έλληνες πιλότους».
Ήταν τέτοια η αμηχανία μου και η έλλειψη εμπειρίας, που του είπα: «Μάλιστα, Αρχηγέ, λυπάμαι πολύ. Να μεταβιβάσετε τα συλλυπητήριά μου στους δικούς τους ανθρώπους. Αλλά πείτε μου σας παρακαλώ, αν έχετε την καλοσύνη, εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω;»
«Τίποτα. Απλά έπρεπε να σας ενημερώσω, μήπως βγάλετε κάποια ανακοίνωση».
Κάπως έτσι, μουντά, παγερά και μακάβρια, σε αντίθεση με το κλίμα έξω από το Μαξίμου, έζησα τις πρώτες μου ώρες ως Πρωθυπουργού. Συνειδητοποίησα, κάπως απότομα είναι η αλήθεια, τι ακριβώς είναι αυτό που κάποιοι έχουν χαρακτηρίσει ως παγερή μοναξιά της εξουσίας. Μια εξουσία για την οποία δεν είχα ιδέα πώς λειτουργεί, δεν γνώριζα καν τα μυστικά της –τα πολύ πιο σοβαρά από το κόκκινο τηλέφωνο– και που ενδεχομένως να μην τα κατάλαβα –και να μην την κατέλαβα– και ποτέ.
Εκείνη την πρώτη μέρα, ωστόσο, θυμάμαι πως συνέχισα να δουλεύω χωρίς να πάρω ανάσα, βυθισμένος σε συσκέψεις, τηλεφωνήματα, αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν άμεσα. Η ένταση ήταν ασταμάτητη, οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβω. Κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, άρχισα να νιώθω μια βαριά εξάντληση. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα φάει τίποτα όλη μέρα. Ανοίγω την πόρτα προς το γραφείο της Ελένης και απευθύνομαι προς τους συνεργάτες μου: «Ρε παιδιά, θα παραγγείλετε τίποτα να φάμε; Εδώ τι κάνουμε; Όταν πεινάμε;».
Είχα συνηθίσει να τρώω στα γρήγορα ένα σουβλάκι, κάτι απλό. Αλλά πριν προλάβει κανείς να απαντήσει, εμφανίζεται ο Τάκης, ο σερβιτόρος του Μεγάρου, ένας καλοσυνάτος τύπος από την Καλαμάτα, που προφανώς είχε διοριστεί την περίοδο Σαμαρά. «Κύριε Πρόεδρε», μου λέει, «να σας φτιάξω μια μακαρονάδα με κιμά;».
Το Μέγαρο δεν είχε κουζίνα που να λειτουργεί, αλλά εκείνος, με έναν σχεδόν πατρικό τρόπο, ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω, να με φροντίσει μέσα σε αυτό το ψυχρό, βαρύ κτίριο, αποδεικνύοντας ότι τουλάχιστον για τους υπαλλήλους του Μαξίμου, το κράτος έχει συνέχεια. Δέχτηκα με ευχαρίστηση. Όταν έφερε το πιάτο μπροστά μου, κουρασμένος όπως ήμουν, η μυρωδιά με χτύπησε κατευθείαν.
Πρώτη μέρα Πρωθυπουργός, με το βάρος όλης της χώρας στους ώμους, και το πρώτο μου γεύμα δεν ήταν κάποιο επίσημο δείπνο, δεν ήταν κάτι επιτηδευμένο. Ήταν μια απλή, ζεστή μακαρονάδα με κιμά, φτιαγμένη με μια δόση ανθρώπινης φροντίδας. Και αυτή τη μακαρονάδα τη θυμάμαι ακόμη. Ίσως ήταν και το μόνο που έχω να θυμάμαι με θετικά συναισθήματα από αυτή την πρώτη μέρα στο Μέγαρο Μαξίμου. Η αρνητική αίσθηση που μας υποδέχτηκε, η απρέπεια του Σαμαρά που δεν εμφανίστηκε και το ψυχρό και σκοτεινό πρωθυπουργικό γραφείο που όλοι προσδοκούσαν να μπούνε μέσα έγιναν η αιτία, μόλις μπήκα σπίτι, να σκεφτώ: «Έλα Παναγία μου, μπήκα σε στοιχειωμένο σπίτι!».
Αφού έφαγα τη μακαρονάδα και συνήλθα κάπως, ένιωσα την ανάγκη να εξερευνήσω τους χώρους του επάνω ορόφου. Ανέβηκα τις σκάλες και πήγα να δω τα επάνω δωμάτια, να καταλάβω τον χώρο, να μάθω ποιος ήταν πού και πού θα εγκατασταθούν οι συνεργάτες μας. Καθώς περιπλανιόμουν, ανακάλυψα πως μέσα σε όλη τη μουντάδα του κτιρίου, υπήρχε ένα δωμάτιο που πραγματικά άξιζε. Ήταν το παλιό υπνοδωμάτιο του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν έμενε στο Μαξίμου. Ένα δωμάτιο που έβγαζε κατευθείαν στην επάνω βεράντα και η βεράντα αυτή ήταν αριστούργημα. Μια όαση μέσα στο γκρίζο του κτιρίου. Ένας όροφος πάνω από το γραφείο μου, με απρόσκοπτη θέα στον κήπο, ένα σημείο που έμοιαζε να μην ανήκει στο ίδιο το Μαξίμου. Εκεί, αργότερα, έμαθα ότι ο Γιώργος Παπανδρέου είχε φτιάξει μια πέργκολα για να παίρνει το πρωινό του. Αυτό το μικρό καταφύγιο είχε γίνει για το γραφείο του Παππά.
Για μένα, πάλι, που δεν άντεχα τη μουντάδα του πρωθυπουργικού γραφείου στον κάτω όροφο, κάθε πρωί που πήγαινα στο Μαξίμου, η ρουτίνα ήταν ίδια: πρωί πρωί με το «καλημέρα» άνοιγα τους φακέλους της ΕΥΠ και μετά ανέβαινα επάνω. Εκεί, στη ησυχία της βεράντας, έπινα τον πρωινό μου καφέ μαζί με όλους τους στενούς συνεργάτες μου. Και όταν έφτανε η άνοιξη, τον καφέ δεν τον πίναμε μέσα. Βγαίναμε έξω, αφήνοντας για λίγο πίσω μας τη βαριά ατμόσφαιρα του ισογείου. Για λίγες στιγμές, τουλάχιστον, ο ήλιος και ο καθαρός αέρας έδιναν μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμούσαν την ψυχή από εκείνους τους τοίχους που κουβαλούσαν τόσα και τόσα».

