Γράφει ο Γιάννης Κεκερής, Δικηγόρος Φορολογικού Δικαίου
Με απλά λόγια, η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς – η οποία στηρίζεται στην σχετική Πολυμερή Συμφωνία των Αρμόδιων Αρχών (Ν. 4428/2016) και στην Οδηγία 2011/16/ΕΕ (άρθρο 9 Ν. 4170/2013) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – επιτρέπει στις ελληνικές φορολογικές αρχές να λαμβάνουν χωρίς προηγούμενο αίτημα πληροφορίες για την ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών στο εξωτερικό, όταν δικαιούχοι αυτών είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας. Ο όρος «αυτόματα» σημαίνει ότι οι αλλοδαπές φορολογικές αρχές αποστέλλουν τα σχετικά στοιχεία απευθείας στην ΑΑΔΕ, χωρίς να απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος από την ελληνική φορολογική διοίκηση.
Εκτός από την απλή επιβεβαίωση περί τήρησης τραπεζικών λογαριασμών, μέσω του μηχανισμού αυτού διαβιβάζονται και κρίσιμα οικονομικά δεδομένα, όπως το ύψος των καταθέσεων και τα εισοδήματα που προκύπτουν σε αλλοδαπούς τραπεζικούς λογαριασμούς θεματοφυλακής (π.χ. τόκοι, μερίσματα, υπεραξία από μεταβιβάσεις χρηματοοικονομικών προϊόντων).
Στην πράξη, οι ελληνικές φορολογικές αρχές έχουν ήδη ξεκινήσει να αποστέλλουν σημειώματα σε φορολογουμένους, καλώντας τους να υποβάλουν οικειοθελώς τροποποιητικές δηλώσεις, προκειμένου να συμπεριλάβουν τα εισοδήματα που έχουν δηλωθεί από τις αλλοδαπές φορολογικές αρχές. Το φαινόμενο αυτό αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι φορολογικές αρχές αποκτούν μεγαλύτερη εξοικείωση με τον μηχανισμό της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και αξιοποιούν προηγμένα εργαλεία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, για την αποτελεσματικότερη επεξεργασία των υποθέσεων.
Παράλληλα, μέσω της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, γνωστοποιούνται στοιχεία και για αλλοδαπές εταιρείες επενδύσεων που ανήκουν σε φορολογικούς κατοίκους Ελλάδας και χαρακτηρίζονται ως παθητικές Μη Χρηματοπιστωτικές Οντότητες. Συνεπώς, στο πεδίο ελέγχου αναμένεται να ενταχθούν και αλλοδαπές εταιρείες που κατέχουν επενδυτικά χαρτοφυλάκια και ελέγχονται από φορολογικούς κατοίκους Ελλάδας.
Η ανάγκη συμμόρφωσης με τα νέα δεδομένα καθίσταται σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ. Ταυτόχρονα, παρέχεται στους φορολογουμένους η ευκαιρία να τακτοποιήσουν αυτοβούλως τυχόν ασυνέπειες στις φορολογικές τους δηλώσεις όσον αφορά εισοδήματα που προκύπτουν από τραπεζικούς λογαριασμούς ή επενδύσεις στην αλλοδαπή.
Προς αυτή την κατεύθυνση, παρατίθενται κατωτέρω οι βασικές παράμετροι που κάθε φορολογούμενος οφείλει να έχει υπόψη του πριν προβεί σε περαιτέρω δηλωτικές ενέργειες για καταθέσεις και επενδυτικά χαρτοφυλάκια στην αλλοδαπή:
- Εισοδήματα: Ο φορολογούμενος οφείλει να κατηγοριοποιεί τα εισπραχθέντα εισοδήματά του ανά φορολογικό έτος και να τα δηλώνει στους αντίστοιχους κωδικούς της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Η ορθή κατηγοριοποίηση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, δεδομένου ότι η ελληνική φορολογική νομοθεσία προβλέπει σημαντικές απαλλαγές για συγκεκριμένες κατηγορίες εισοδημάτων από επενδυτικά προϊόντα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι απαλλάσσονται από την επιβολή φόρου εισοδήματος: η υπεραξία από μεταβίβαση εισηγμένων μετοχών (για μετοχές που αποκτήθηκαν από την 01.01.2009 υφίσταται προϋπόθεση συμμετοχής του μεταβιβάζοντος με ποσοστό μικρότερο του 0,5% στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας για την χορήγηση της απαλλαγής), η υπεραξία από μεταβίβαση εταιρικών ομολόγων εκδοθέντων από εταιρείες εγκατεστημένες στην Ε.Ε., τον Ε.Ο.Χ. ή την Ε.Ζ.Ε.Σ κτλ. Σημειώνεται ότι αρκετές τράπεζες της αλλοδαπής έχουν τυποποιήσει μεγάλο μέρος της διαδικασίας κατηγοριοποίησης των εισοδημάτων, εκδίδοντας ετησίως ακριβείς φορολογικές αναφορές (tax reports), γεγονός που διευκολύνει σημαντικά την ορθή υποβολή της δήλωσης.
- Εισοδήματα από άγνωστη πηγή: Σύμφωνα με την ελληνική φορολογική νομοθεσία, κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται με σταθερό συντελεστή 33%. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που οι ελληνικές φορολογικές αρχές ζητήσουν αντίγραφα κινήσεων αλλοδαπών τραπεζικών λογαριασμών, ο φορολογούμενος θα πρέπει να είναι σε θέση να τεκμηριώσει με σαφήνεια την προέλευση και τη φύση κάθε πιστωθέντος ποσού.
- Τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων: Η αγορά επενδυτικών προϊόντων θεωρείται ετησίως τεκμήριο δαπάνης. Συνεπώς, εάν οι εν λόγω δαπάνες δεν καλύπτονται από διαθέσιμο κεφάλαιο προς ανάλωση του φορολογούμενου, τότε το σχετικό ποσό υπάγεται σε φορολογία με βάση την κλίμακα εισοδήματος από μισθωτή εργασία ή επιχειρηματική δραστηριότητα, ανά περίπτωση.
- Κεφάλαιο προς ανάλωση: Για να μπορέσει ένας φορολογούμενος να χρησιμοποιήσει επιστρεφόμενο κεφάλαιο (δηλαδή τα χρήματα που είχε αρχικά επενδύσει σε ένα προϊόν) για να καλύψει τεκμήρια, πρέπει να έχει δηλώσει την αρχική δαπάνη την χρονιά που έγινε η αγορά. Παράδειγμα: Αν το 2016 αγοράστηκε ένα ομόλογο €100 και το 2020 πουλήθηκε €150, τότε τα €100 μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κάλυψη τεκμηρίων μόνο αν το 2016 είχε δηλωθεί η δαπάνη της αγοράς. Το κέρδος (€50) δηλώνεται ξεχωριστά ως εισόδημα, ανεξάρτητα από το αν είχε δηλωθεί η αρχική δαπάνη. Συνεπώς, αρκετοί φορολογούμενοι βρίσκονται στην πράξη «παγιδευμένοι», καθώς δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις κατ’ ουσίαν «αφορολόγητες» επιστροφές επενδεδυμένου κεφαλαίου για σκοπούς ανάλωσης κεφαλαίου.
Με τα νέα δεδομένα, οι φορολογούμενοι που διατηρούν τραπεζικούς λογαριασμούς στην αλλοδαπή καλούνται να λάβουν άμεσα στρατηγικές αποφάσεις, οι οποίες αφενός θα μειώσουν την έκθεσή τους σε πιθανό φορολογικό έλεγχο και αφετέρου θα ενισχύσουν τη δυνατότητα μακροπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού.