Δεν είναι καινούργιο — σε χώρες όπως η Ισπανία πολλοί πίνουν έναν καφέ μετά το μεσημεριανό και κοιμούνται λίγο — αλλά τα τελευταία χρόνια ερευνητές άρχισαν να εξετάζουν αν όντως προσφέρει πραγματικό όφελος.
Η βιοχημεία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο. Η αδενοσίνη συσσωρεύεται στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια της ημέρας και «δείχνει» στο σώμα ότι χρειάζεται ξεκούραση. Όταν ενεργοποιούνται οι υποδοχείς της, η νευρική δραστηριότητα πέφτει και νιώθουμε υπνηλία. Η καφεΐνη δεσμεύει αυτούς τους υποδοχείς και αποτρέπει την αδενοσίνη από το να επιβραδύνει τη λειτουργία του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να νιώθουμε πιο ξύπνιοι. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο οργανισμός μπορεί να προσαρμοστεί, δημιουργώντας περισσότερους υποδοχείς — εξηγώντας την ανοχή στην καφεΐνη.
Ο συνδυασμός ύπνου και καφεΐνης λειτουργεί επειδή «καθαρίζουν» την αδενοσίνη με διαφορετικό τρόπο: ο ύπνος τη διασπά, η καφεΐνη εμποδίζει την ενέργειά της. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Seiji Nishino από το Stanford: «Ο ύπνος καταπολεμά τη νύστα· το ίδιο κάνει και η καφεΐνη. Αν τα συνδυάσουμε, έχουμε πιο ισχυρό αποτέλεσμα». Επιπλέον, η καφεΐνη χρειάζεται περίπου 20–30 λεπτά για να αρχίσει να δρα — δηλαδή όσο διαρκεί ένας ιδανικός σύντομος ύπνος — κι έτσι ξυπνάτε με την καφεΐνη να «πιάνει» δουλειά και με λιγότερη θολούρα (sleep inertia). Πρακτική συμβουλή: πιείτε έναν σύντομο καφέ (π.χ. εσπρέσο) και κοιμηθείτε μέχρι 20–30 λεπτά· αποφύγετε τις μεγαλύτερες σιέστες και τη λήψη καφεΐνης πολύ αργά το απόγευμα.