Ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι τα πεδία διεξαγωγής των πυρηνικών δοκιμών θα αποφασιστούν αργότερα.
Ειδικότερα, άμεση ήταν η «απάντηση» του Ντόναλντ Τραμπ στην αποκάλυψη ότι η Ρωσία θα δοκιμάσει νέα πυρηνικά όπλα, με τον Αμερικανό πρόεδρο να κάνει τις δικές του ανακοινώσεις.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε γνωστό πως έδωσε εντολή να ξεκινήσουν δοκιμές πυρηνικών όπλων λίγες ώρες μετά τα όσα ήρθαν στο φως για τα ρωσικά υπερόπλα «Burevestnik» και «Poseidon».
Ενόψει της συνάντησής του με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στο περιθώριο της συνόδου της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στην πόλη Γκιονγκτζού της Νότιας Κορέας, ο Τραμπ αιτιολόγησε την απόφασή του, υποστηρίζοντας πως «δεν είχε άλλη επιλογή» αφού διαπίστωσε πως άλλες δυνάμεις (βλ. Ρωσία) προχώρησαν το τελευταίο διάστημα σε δοκιμές όπλων ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν περισσότερα πυρηνικά όπλα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αυτό επιτεύχθηκε, παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων, κατά τη διάρκεια της πρώτης μου θητείας (στον Λευκό Οίκο)», αναφέρει ο πρόεδρος Τραμπ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, συμπληρώνοντας πως επί του παρόντος η Ρωσία διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο και η Κίνα το τρίτο, αλλά ενδέχεται να το αυξήσουν σε ανάλογα επίπεδα την επόμενη πενταετία.
«Λόγω της τρομερής, καταστροφικής ισχύος τους, ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΟΥΝ να το κάνω αλλά δεν είχα άλλη επιλογή!», υπογραμμίζει.
«Εξαιτίας των δοκιμών από άλλες χώρες, έδωσα εντολή στο υπουργείο Πολέμου (σ.σ. όπως έχει μετονομαστεί το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ) να αρχίσει δοκιμές των πυρηνικών μας όπλων επί ίσοις όροις. Αυτή η διαδικασία θα ξεκινήσει αμέσως», τόνισε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Το σαφές μήνυμα του Τραμπ
Με την απόφασή του για νέες δοκιμές πυρηνικών όπλων για πρώτη φορά εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες ο Τραμπ έστειλε ένα σαφές μήνυμα, που είναι πιθανό να καταγραφεί όχι μόνο στη Μόσχα, αλλά και να έχει εκτεταμένες συνέπειες για την παγκόσμια κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών.
Αν και παραμένει ασαφές σε τι είδους δοκιμές ή όπλα αναφέρεται ο Τραμπ, το σίγουρο είναι ότι κάνει επίδειξη της αμερικανικής ισχύος όχι μόνο στη Μόσχα, αλλά και στο Πεκίνο. Η Κίνα ακολουθεί διαφορετική πυρηνική στρατηγική από τη Ρωσία. Από την τελευταία επίσημα επιβεβαιωμένη δοκιμή πυρηνικών όπλων τον Ιούλιο του 1996 τηρεί ένα αυτοεπιβαλλόμενο μορατόριουμ.
Η πυρηνική στρατηγική της Κίνας
Λίγο πριν τη συνάντηση του Σι Τζινπίνγκ με τον Τραμπ το Υπουργείο Εξωτερικών στο Πεκίνο επιβεβαίωσε την «πυρηνική πολιτική της Κίνας με γνώμονα την αυτοάμυνα» και το δόγμα της μη πρώτης χρήσης, δηλαδή τη δέσμευση για χρήση πυρηνικών όπλων μόνο σε περίπτωση εχθρικής πυρηνικής επίθεσης.
Την περασμένη εβδομάδα, το Πεκίνο πιστοποίησε δύο νέους σταθμούς σεισμικής παρακολούθησης που αποτελούν μέρος του διεθνούς συστήματος παρακολούθησης πυρηνικών δοκιμών. «Αυτό καταδεικνύει τη συνεπή δέσμευση της Κίνας στην εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών της», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, Γκουό Τζιακούν. Ο Ρόμπερτ Φλόιντ, επικεφαλής του οργανισμού του ΟΗΕ που παρακολουθεί τις πυρηνικές δοκιμές ανά την υφήλιο, εγκωμίασε την «πολυμερή προσέγγιση που εξυπηρετεί την παγκόσμια ευημερία και ασφάλεια» στην τελετή στη Σαγκάη και το Σιάν.
Ταυτόχρονα, η Κίνα προωθεί εδώ και χρόνια τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου της. Τοροσχέδιο του νέου πενταετούς σχεδίου (2026-2030) περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, τη φράση ότι η ενίσχυση της «στρατηγικής αποτροπής» είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων. Αναλυτές το ερμηνεύουν ως ένδειξη της επιθυμίας της Κίνας να μειώσει το πυρηνικό χάσμα με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία – όχι για να επιτύχει αριθμητική ισοτιμία, αλλά μάλλον για μια αξιόπιστη ικανότητα δεύτερου χτυπήματος. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία εξακολουθούν να κατέχουν το 90% όλων των πυρηνικών όπλων.
Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), η Κίνα διαθέτει σήμερα περίπου 600 πυρηνικές κεφαλές – περίπου 100 περισσότερες ετησίως από το 2023 – και θα μπορούσε να αυξήσει το οπλοστάσιό της σε περίπου 1.000 κεφαλές έως το 2030. Οι ΗΠΑ, συγκριτικά, έχουν περίπου 5.200 και η Ρωσία περίπου 5.500. Ταυτόχρονα, η Κίνα επεκτείνει την λεγόμενη «πυρηνική τριάδα» της με χερσαίους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, βαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από υποβρύχια και συστήματα εκτόξευσης από αέρος.
Το Πεκίνο παρουσίασε πρόσφατα νέα συστήματα όπως ο βαλλιστικός πύραυλος JL-3 που εκτοξεύεται από υποβρύχια και ο διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος DF-31BJ. Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν για την αυξανόμενη αβεβαιότητα: «Η έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τον τελικό στόχο της Κίνας θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ να υποθέσουν το χειρότερο σενάριο», δήλωσε ο Ζάο Τονγκ του Carnegie Endowment στην εφημερίδα South China Morning Post.
Η Ρωσία προχώρησε σε δοκιμή πυρηνικού πυραύλου κρουζ
Ενώ η Κίνα δεν διεξάγει επί του παρόντος δοκιμές πυρηνικών όπλων, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι η Ρωσία προέβη στη δοκιμή ενός νέου τύπου πυρηνοκίνητου πυραύλου κρουζ. «Είναι ένα μοναδικό όπλο που κανείς άλλος στον κόσμο δεν διαθέτει», καυχήθηκε ο Πούτιν.
Ο Ρώσος πρόεδρος ανέστειλε τον Φεβρουάριο του 2023 τη συμμετοχή της χώρας του στη συνθήκη START, που είχε υπογραφεί με τις ΗΠΑ το 2010, – σε απάντηση στην φερόμενη «εχθρική στάση» του ΝΑΤΟ απέναντι στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Η συνθήκη είχε ως στόχο να περιορίσει τον αριθμό των στρατηγικών πυρηνικών όπλων και να επιτρέψει επιθεωρήσεις.
Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει τα πυρηνικά όπλα ως τη «μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα» και γενικά ήταν επιφυλακτικός στο θέμα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού τους οπλοστασίου.
Σε περίπτωση που υλοποιηθεί η ανακοίνωση του Τραμπ για νέες δοκιμές πυρηνικών όπλων από τις ΗΠΑ, αυτό θα μπορούσε, όπως σχολιάζουν διεθνή ΜΜΕ, να ενθαρρύνει άλλες πυρηνικές δυνάμεις να γίνουν πιο επιθετικές. Σύμφωνα με έκθεση του SIPRI, υπάρχουν επί του παρόντος εννέα κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Εκτός από τις χώρες που έχουν ήδη αναφερθεί, καθώς και τη Βρετανία και τη Γαλλία, σε αυτές περιλαμβάνονται η Ινδία, το Πακιστάν, η Βόρεια Κορέα και το Ισραήλ.

