Η αντίδραση αυτή, μετά τη διάρρηξη της 19ης Οκτωβρίου, άνοιξε έναν διάλογο για το πώς ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μουσεία του κόσμου διαχειρίζεται την ψηφιακή και φυσική ασφάλειά του.
Τα έγγραφα που δημοσίευσαν CheckNews και Liberation και οι εκθέσεις της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας των Πληροφοριακών Συστημάτων (Anssi) αποτυπώνουν χρόνια παραλείψεων.
Το 2014 οι ειδικοί εντόπισαν απίστευτα αδύναμους κωδικούς —ερευνητές κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση με κωδικούς όπως «Louvre» ή «Thales»— και το 2017 σημειώθηκαν «σοβαρές ατέλειες», μεταξύ αυτών η χρήση παλαιών λειτουργικών (Windows 2000 και XP). Σε έγγραφο του 2025 αναφέρεται ότι ο έλεγχος ασφαλείας «Sathi», υπεύθυνος για τη βιντεοπαρακολούθηση, λειτουργούσε σε server με Windows Server 2003, πλέον μη υποστηριζόμενο από τη Microsoft.
Η αφήγηση των εγγράφων δεν είναι απλώς τεχνική. Αποκαλύπτει μια πολιτιστική ευθραυστότητα: το Λούβρο, που στηρίζεται σε πολύπλοκα συστήματα, φαίνεται να έχει καθυστερήσει στην αναβάθμιση και στην υλοποίηση ολοκληρωμένης στρατηγικής.
Παρά τις επανειλημμένες επιθεωρήσεις, το μουσείο δεν έφερε όλες τις αλλαγές και ορισμένα προγράμματα δεν μπορούν πλέον να αναβαθμιστούν. Το κεντρικό ερώτημα που μένει είναι πώς θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού και η ασφάλεια ενός χώρου που συνδέεται με μνήμη, τέχνη και εθνική ταυτότητα — ενώ το ίδιο το μουσείο δεν έχει ακόμη σχολιάσει δημόσια τις διορθωτικές ενέργειες.

