Ο ηθοποιός εξήγησε: «Νομίζω ότι το λάθος με την Καμάλα ήταν ότι έπρεπε να ανταγωνιστεί το δικό της ιστορικό. Είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις αυτό, αν ο σκοπός της υποψηφιότητας είναι να πεις “Δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος”. Είναι δύσκολο να το κάνεις και γι’ αυτό της ανατέθηκε ένα πολύ δύσκολο έργο». Η τοποθέτηση εμφανίζει μια αναθεώρηση της πρωτύτερης παρέμβασης του Κλούνεϊ στο δημόσιο πεδίο.
Το υπόβαθρο της υπόθεσης είναι το άρθρο που δημοσίευσε ο ίδιος στις New York Times το περασμένο καλοκαίρι με τίτλο «Αγαπώ τον Τζο Μπάιντεν, αλλά χρειαζόμαστε έναν νέο υποψήφιο», όπου καλούσε τον Τζο Μπάιντεν να αποσυρθεί.
Εκεί έγραφε ότι ο Μπάιντεν «η μόνη μάχη που δεν μπορεί να κερδίσει είναι η μάχη ενάντια στον χρόνο», και έθετε ζήτημα για τις πνευματικές του δυνατότητες. Λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά το άρθρο, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί υπέρ της Χάρις. Ο Κλούνεϊ επανέλαβε ότι δεν μετανιώνει για το κείμενο και ότι «Είχαμε μια ευκαιρία», προτείνοντας τότε τη διεξαγωγή προκριματικής διαδικασίας.
Η είδηση έχει ενδιαφέρον ως προς δύο άξονες: πρώτον, τον ρόλο που μπορούν να παίξουν δημόσια πρόσωπα και σχόλια στα εσωτερικά ενός κόμματος, και δεύτερον, τη στρατηγική επιλογή να προκριθεί γρήγορα μια υποψήφια αντί για τη διεξαγωγή προκριματικών. Η απόφαση για «fast-track έγκριση» της υποψηφιότητας της Κάμαλα Χάρις, αντί προκριματικής εκλογής, και η μεταγενέστερη αξιολόγηση στελεχών και ψηφοφόρων στη βάση αυτής της διαδικασίας αποτελούν κρίσιμα σημεία για την ανάλυση των συνεπειών στο εκλογικό μέλλον των Δημοκρατικών απέναντι στον Τραμπ.

