Οι πρόσφατες μάχες στη Νοτιοδυτική Συρία ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα παροδικό περιστατικό αστάθειας. Ηταν μια βαθιά οπισθοδρόμηση για την τοπική κοινωνία. Υστερα από 14 χρόνια εμφύλιου πολέμου, η Συρία μάχεται για την αναμόρφωση του κράτους κατά τη διάρκεια μιας περίπλοκης μεταβατικής φάσης στην οποία η τοπική και περιφερειακή δυναμική έχει γίνει αλληλένδετη. Τα πρόσφατα γεγονότα στην πόλη Σουέιντα, τα οποία γρήγορα μετεξελίχθηκαν σε θρησκευτική βία, εξέθεσαν τα πλείστα προβλήματα.
Παρελθόν
Η Νότια Συρία, μια επί μακρόν αμφισβητούμενη ζώνη επιρροής, έχει γίνει ξανά τόπος συγκρούσεων, όπου ο τοπικισμός έχει συγχωνευθεί με τον σεχταρισμό και η εθνική πολιτική έχει συγκρουστεί με τις περιφερειακές φιλοδοξίες. Η μεταβατική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Αχμέντ αλ Σαράα, έστειλε τις κυβερνητικές δυνάμεις στη Σουέιντα για να αποκαταστήσει την τάξη. Ωστόσο, η στρατιωτική επιχείρηση απέτυχε, καθώς αυτές οι δυνάμεις κατηγορήθηκαν για διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά των Δρούζων. Την ίδια ώρα, το Ισραήλ έσπευσε να προστατεύσει τους Δρούζους βομβαρδίζοντας το συριακό υπουργείο Αμυνας στη Δαμασκό.
Οι μάχες Βεδουίνων-Δρούζων, με τις κυβερνητικές δυνάμεις να αναπτύσσονται στο παρασκήνιο, μετέτρεψαν τη σύγκρουση από μια σχετικά περιορισμένη τοπική διαμάχη σε έναν περίπλοκο πολυκομματικό αγώνα με περιφερειακές επιπτώσεις.
Ο κίνδυνος σήμερα βρίσκεται στη σύγκλιση τριών διαφορετικών αξιώσεων. Στην επιθυμία των Δρούζων να αναζητήσουν προστασία, στην προθυμία της συριακής ηγεσίας να διεκδικήσει την εξουσία και την κυριαρχία της μέσω της χρήσης βίας και στην πρόθεση του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπενιαμίν Νετανιάχου, να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής του στη Νότια Συρία. Αυτό που η Δαμασκός αντιλήφθηκε ως «πράσινο φως» από τους Ισραηλινούς για να επεκτείνει την εξουσία της στην περιοχή Σουέιντα, το οποίο φέρεται να εξασφαλίστηκε κατά τη διάρκεια συνομιλιών στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, θεωρήθηκε από το Ισραήλ ως κραυγαλέα παραβίαση των κατανοήσεων που επιτεύχθηκαν μεταξύ των δύο πλευρών. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό: μια κρίση εμπιστοσύνης για τη συριακή ηγεσία και νέες σχέσεις εξουσίας στη Νότια Συρία.
Αρένα
Η βία έγινε καταλύτης για τη σεχταριστική πόλωση, απειλώντας να εκτροχιάσει την πολιτική μετάβαση της χώρας και να υπονομεύσει τη συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων της χώρας και μεταξύ των πολιτών και του εκκολαπτόμενου κράτους.
Η Νότια Συρία δεν ήταν ποτέ μια ήσυχη περιφέρεια. Μετά το 2013, έγινε πεδίο δοκιμών για διάφορα μοντέλα περιφερειακής επιρροής – από την εκτεταμένη συμμετοχή του Ιράν στην προσπάθεια οικοδόμησης συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή μέχρι το πείραμα του Νότιου Μετώπου, ενός συνασπισμού ανταρτών φατριών που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ και τους Αραβες συμμάχους τους. Αυτή η πραγματικότητα αναδιαμόρφωσε εντελώς τον Νότο, μετατρέποντάς τον σε αρένα για τον περιφερειακό ανταγωνισμό.
Η μεταπολεμική Συρία δεν είναι απλώς ένα κράτος που χρειάζεται θεσμική μεταρρύθμιση. Είναι μια πολυδιάστατη οντότητα που απαιτεί έναν βαθύ επαναπροσδιορισμό. Η κατάσταση σήμερα απαιτεί κάτι περισσότερο από ανακατατάξεις στρατευμάτων ή ισχυρό έλεγχο. Απαιτεί μια νέα πολιτική φαντασία που αναγνωρίζει πολλαπλά κέντρα εξουσίας και συμμετοχική διακυβέρνηση, ενώ αγκαλιάζει τη διαχείριση συγκρούσεων μέσω διαπραγματεύσεων.
Ιράν: Εκτόνωση ή νέος γύρος σύγκρουσης με τη Δύση
Οι Ιρανοί ηγέτες αγωνίζονται να επικεντρωθούν σε μια στρατηγική για να απαντήσουν στον πόλεμο των 12 ημερών του Ιουνίου με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Η επιχείρηση «Σφυρί του μεσονυκτίου» έπληξε τις τρεις κύριες πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν σε Nατάνζ, Φορντό και Ισφαχάν. Μεγάλο μέρος της συζήτησης των ΗΠΑ, μέχρι σήμερα, έχει επικεντρωθεί στην αποτελεσματικότητα της αμερικανικής επίθεσης.
Ωστόσο, εμπειρογνώμονες και παγκόσμιοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να εστιάσουν στις προθέσεις του Ιράν από εδώ και στο εξής. Η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) και ένα ευρύ φάσμα εμπειρογνωμόνων ισχυρίζονται ότι το Ιράν διατηρεί τις γνώσεις για την ανάπτυξη πυρηνικού όπλου αν οι ηγέτες του επιλέξουν να το πράξουν. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν αξίζει οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ιρανούς.
Δύο «στρατόπεδα»
Οι σκληροπυρηνικοί του Ιράν -ένα στρατόπεδο που περιλαμβάνει τον ανώτατο ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ- φαίνεται να βλέπουν τις επιθέσεις ως απόδειξη ότι χρειάζονται μια αξιόπιστη πυρηνική αποτροπή, παρόλο που ο Χαμενεΐ δεν έχει ανακαλέσει τη θρησκευτική του απόφαση κηρύσσοντας την επιδίωξη των πυρηνικών όπλων ως «μεγάλο και ασυγχώρητο αμάρτημα».
Πιο πραγματιστές ηγέτες -όπως ο μεταρρυθμιστής πρόεδρος Mασούντ Πεζεσκιάν και ο υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αρακτσί- φαίνεται να υποστηρίζουν τον συμβιβασμό, καθώς θα είναι πολύ ακριβό να διατηρηθεί ένα κρυφό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η στρατηγική εθνικής ασφάλειας του Ιράν έχει βλάψει τις σχέσεις με τα κράτη του Κόλπου.
Ακόμη και σε επανάληψη των συνομιλιών ΗΠΑ-Ιράν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι βασικές διαφορές μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν μπορούν να γεφυρωθούν. Η πρόθεση των Δυτικών είναι η επιστροφή σε καθολικές κυρώσεις, με το Ιράν να προειδοποιεί ότι θα προβεί σε αντίποινα αν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επιβάλει τις κυρώσεις. Ο τρόπος με τον οποίο η Τεχεράνη ανταποκρίνεται στη δυτική πίεση μπορεί, τελικά, να καθορίσει εάν η ένοπλη σύγκρουση με το Ιράν έχει λήξει ή αν θα επαναληφθεί.

