Η Ενωση δεν έκανε κάποια ονομαστική αναφορά -κάτι που προκάλεσε την ιδιαίτερη απορία όλων, αν και εξηγείται- αλλά ήταν περισσότερο από σαφές ότι «χρέωνε» όσα περιέγραφε στη Ζωή Κωνσταντοπούλου που, ως γνωστόν, ήταν συνήγορος υποστήριξης κατηγοριών, όπως αποκαλείται πλέον η πολιτική αγωγή. Η ανακοίνωση της ΕΔΕ είχε τον εξής τίτλο: «Τριτοκοσμικές καταστάσεις στα ελληνικά δικαστήρια – Η κατάσταση είναι πλέον ανεξέλεγκτη». Μεταξύ άλλων επισήμανε αυτολεξεί: «Η μη ύπαρξη θεσμικού πλαισίου που να διασφαλίζει τη νηφάλια διεξαγωγή μιας δίκης είναι παγκόσμια πρωτοτυπία στη χώρα μας. Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι εντελώς απροστάτευτοι απέναντι σε επικοινωνιακά σόου, σε εξυβρίσεις, λοιδορίες και προπηλακισμούς. Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οι τραμπουκισμοί ως μέσο πίεσης και εκφοβισμού δεν δηλώνουν ούτε αντισυστημισμό ούτε δημοκρατική αντίληψη. Είναι απλά μέθοδος δημόσιας προβολής, ιδίως όταν υπάρχει τέτοιο υπόβαθρο που τους επικροτεί». Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων προανήγγειλε προσφυγή και παρέμβαση στη Διεθνή Ενωση Δικαστών, καθώς και την κατάθεση πρότασης νομοθετικής παρέμβασης στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ενα από τα πιο αξιοσημείωτα περιστατικά, εκτός βέβαια από τις καθυστερημένες προσελεύσεις, τις συνεχείς διακοπές, τις φωνές και τους χαρακτηρισμούς περί «επίορκων δικαστών» και «φυτεμένης ή στημένης σύνθεσης» του δικαστηρίου, ήταν και το εξής: Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης η Ζωή Κωνσταντοπούλου τηλεφώνησε στην Αστυνομία κατά τη διάρκεια της δίκης και ζήτησε να πάει περιπολικό για να συλλάβει τους δικαστές για αυτόφωρα αδικήματα.
Ολο αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί στις γνωστές συμπεριφορικές ιδιαιτερότητες της προέδρου της «Πλεύσης», οι οποίες βρίσκονται σε φάση έξαρσης (και έπαρσης) λόγω της δημοσκοπικής της ανόδου στη δεύτερη θέση, καθώς ηγήθηκε στην επιχείρηση πολιτικής εξαργύρωσης της τραγωδίας των Τεμπών. Μόνο που δεν είναι τόσο απλό. Στην υπόθεση μπήκε και η Ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας η οποία, ναι μεν τάσσεται κατά τέτοιων συμπεριφορών, αλλά δήλωσε: «Αναμένουμε από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων να επιδείξει την ίδια ευαισθησία και για τις συμπεριφορές κάποιων δικαστών που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια των δικηγόρων και αμφισβητούν τον θεσμικό τους ρόλο, οι οποίες, δυστυχώς, αυξάνονται διαρκώς τελευταία».
Μάλλον, δεν θα διαφωνούσε κανείς εύκολα στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι ακόμα ένα δύσκολο σύμπτωμα της μεγάλης επιχείρησης απαξίωσης των θεσμικών λειτουργιών και ιδίως της Δικαιοσύνης που εσχάτως ταυτίζεται με μεγάλη ευκολία, σε βαθμό επικίνδυνης πολιτικής επιπολαιότητας, με τον λεγόμενο «αντισυστημισμό».