Το ότι και στις τρεις χώρες, που προαναφέραμε, υπάρχει αντιπολίτευση και διεξάγονται εκλογές δεν φαίνεται να σημαίνει και πολλά. Επειδή όμως η Ουγγαρία τυγχάνει μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, το (κατά δήλωση του ίδιου του Ορμπαν) «αντιφιλελεύθερο» πρότυπο της Βουδαπέστης, που συστηματικά παραβιάζει το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου ελέγχοντας τον κρατικό μηχανισμό, Τύπο και Δικαιοσύνη, σκανδαλίζει ακόμη περισσότερο.
Το κόμμα Fidesz του Ορμπαν βρίσκεται στην εξουσία από το 2010, έχοντας κερδίσει τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις. Σε έξι μήνες, τον Απρίλιο του 2026, διεκδικεί μια πέμπτη, που θα αποτελέσει ρεκόρ στην ιστορία της ΕΟΚ/ΕΕ (εξαιρουμένης βέβαια της πάλαι ποτέ παντοκρατορίας των Σοσιαλδημοκρατών στη Σουηδία).
Τα προγνωστικά είναι σε βάρος του Ορμπαν, καθώς η φθορά της εξουσίας, σε συνδυασμό με την αυταρχική του διακυβέρνηση, έχουν δημιουργήσει έντονο κύμα δυσαρέσκειας. «Αν γίνονταν εκλογές την Κυριακή το Fidesz θα έπαιρνε 27% και ο αντιπολιτευόμενος φιλοευρωπαϊκός συνασπισμός Tisza 37%», είπε στην «Guardian» o επικεφαλής του ανεξάρτητου ινστιτούτου IDEA, Μπάλαζ Μπότσκεϊ, επικαλούμενος τις δημοσκοπήσεις.
Η ίδια εικόνα υπήρχε όμως και το 2022. Τότε ο Ούγγρος πρωθυπουργός κατόρθωσε να πάρει την τελευταία στιγμή με το μέρος του τη μεγάλη μερίδα των αναποφάσιστων. Εξίσου μεγάλος αριθμός καταγράφεται και τώρα, με το Fidesz και το Tisza (του άλλοτε συμμάχου του Ορμπαν, Πέτερ Μαγιάρ, και τώρα βασικού του αντιπάλου) να διαγκωνίζονται για την ψήφο τους.
Προχθές, Πέμπτη, στη Βουδαπέστη εγκαινιάστηκε άτυπα η προεκλογική εκστρατεία, με δύο αντίπαλες συγκεντρώσεις για την επέτειο της εισβολής των σοβιετικών τανκς στην Ουγγαρία το 1956. Η αντικομμουνιστική και αντισοβιετική ιδεολογία βρίσκεται στον πυρήνα του Fidesz, που σήμερα όμως διατηρεί αγαστές σχέσεις με τη Ρωσία. Αυτό δεν ξέρουμε πόσο θα βαρύνει στην κρίση των εκλογέων.