ΣΕ όλα αυτά η απάντηση έρχεται από την ίδια την πραγματικότητα. Για ποια πράγματα γίνεται σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων και συζητούν οι πολίτες την τελευταία εβδομάδα; Για το αν τα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων, που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ήταν λίγα ή πολλά.
ΑΠΟ μόνο του το αντικείμενο της συζήτησης αποδεικνύει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Γιατί, πριν από έξι χρόνια, η ανεργία ήταν στο 17,5% και τώρα στο 7,8%. Ο κατώτατος μισθός στα 586 ευρώ και το 2026 θα είναι πάνω από τα 900 ευρώ. Οι μισθοί και οι συντάξεις αυξάνονται. Ενώ οι φόροι μειώνονται δραστικά. Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από το ότι ο εμβληματικός μνημονιακός ΕΝΦΙΑ έχει μειωθεί κατά 35% και, πλέον, ένα εκατομμύριο μόνιμοι κάτοικοι μικρών χωριών σε όλη τη χώρα δεν θα τον ξαναπληρώσουν ποτέ; Ή από την κατάργηση της επώδυνης προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, που νομοθέτησαν οι Τσίπρας – Κατρούγκαλος;
ΚΑΤΑ τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τσίπρα εφαρμόζονταν σκληρά μέτρα λιτότητας, όπως και την περίοδο 2010-2015, που μείωναν το διαθέσιμο εισόδημα. Από το 2019 έως σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μειώσει ή καταργήσει πάνω από 80 φόρους.
Η μείωση της φορολογίας εισοδήματος για όλους τους πολίτες με έξτρα μπόνους για οικογένειες με παιδιά και νέους κάτω των 30 ετών αποτελεί μια ιστορική μεταρρύθμιση. Προφανώς και πρόκειται για κάτι που θα αντιληφθούμε όλοι στις τσέπες μας από τον Ιανουάριο, όταν θα δούμε να αυξάνονται οι αποδοχές μας λόγω της μειωμένης παρακράτησης φόρου.
ΟΤΑΝ, λοιπόν, έχουμε φτάσει να συζητάμε -συμφωνώντας ή διαφωνώντας- για αυξήσεις αποδοχών και μειώσεις φόρων, αυτό είναι αρκετό για να κατανοήσει κανείς ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, ακόμα και σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον της ακρίβειας.
ΝΑΙ, προφανώς και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν μπει στον πειρασμό της παροχολογίας. Υπόσχονται και πάλι τα πάντα όλα, χωρίς κοστολόγηση και, βέβαια, χωρίς κανένα πολιτικό κόστος, αφού δεν πρόκειται να βρεθούν σε θέση διακυβέρνησης, όπως έκαναν και την προηγούμενη δεκαετία των μνημονίων.
ΓΙΑΤΙ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της Ν.Δ. παραμένουν κυρίαρχοι στο πολιτικό σκηνικό; Οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Δεν βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’80 και του ’90, όταν οι πολίτες «αγαπούσαν» κόμματα και πρόσωπα. Κι όμως, η Ν.Δ. διανύει τον έβδομο χρόνο διακυβέρνησης και είναι βέβαιο πως θα έρθει πρώτο κόμμα στις εκλογές του 2027, ενώ προηγείται δημοσκοπικά σχεδόν μία δεκαετία.
Η εξήγηση της πολιτικής κυριαρχίας είναι απλή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ν.Δ. ούτε υποσχέθηκαν θαύματα ούτε κάνουν θαύματα. Μελετούν, σχεδιάζουν και υλοποιούν ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Εχουν βάλει την οικονομία σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά και βήμα βήμα ενισχύουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Κάνουν και 5 στα 10 πράγματα, όταν οι κυβερνήσεις του παρελθόντος δεν έκαναν ούτε 5 στα 100.
ΤΟ λέμε συνέχεια. Ναι, δεν γίναμε Ελβετία, αλλά δεν είμαστε και στον πάτο, όπου βρισκόμασταν μέχρι το 2019. Ναι, πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα. Δεν είναι μόνο το χρήμα που πρέπει να μπει στις τσέπες των πολιτών. Πρέπει να γκρεμιστούν διαχρονικές παθογένειες. Να αλλάξει το κράτος. Να υλοποιηθούν ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις. Αυτός πρέπει να είναι και ο στόχος της κυβέρνησης. Και αυτό πρέπει να είναι το διακύβευμα της κάλπης του 2027.