Ούτε λίγο ούτε πολύ σε μία σημαντική μερίδα σχολίων, είτε στα social είτε στα παραδοσιακά media, επανήλθε η συζήτηση περί εθνικής υποτίμησης και συμπεριφορικής – πολιτικής αλαζονείας από την πλευρά Ευρωπαίων αξιωματούχων. Μία συζήτηση που θέλει τους υποστηρικτές αυτών των επιχειρημάτων να θυματοποιούνται, με πρώτη συνέπεια την τραυματισμένη εθνική υπερηφάνεια.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμία άλλη περίπτωση δεν είχαμε εδώ στην Ελλάδα τον εκπρόσωπο μιας ξένης αρχής, πόσω μάλλον μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής ομπρέλας, να μιλά δημοσίως στα μικρόφωνα και να αναφέρεται με θέρμη σε ορισμένα από τα σημαντικότερα άπλυτα του δημόσιου βίου, όπως τα Τέμπη και τους ελληνικούς σιδηροδρόμους, κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος στα λιμάνια ή τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Ναι, η εικόνα της Λάουρα Κοβέσι προσέφερε άλλοθι σε όλους όσοι, λόγω χρόνιας ιδεολογικής θέασης από κάποιο αριστερό παράθυρο του παρελθόντος, επεδίωξαν να μιλήσουν για «μπανανία». Βεβαίως, η Ευρωπαία εισαγγελέας, λόγω ρόλου και γενικότερης σκηνικής εμφάνισης, εξέπεμπε μία θεσμική ανωτερότητα, εύκολα παρεξηγήσιμη από το ελληνικό θυμικό. Το γεγονός ότι η αριστερή εις βάρος της κριτική ήταν σχετικώς περιορισμένη οφειλόταν, πρώτον, στο ότι αναφερόταν σε υποθέσεις με έντονο αντικυβερνητικό χρώμα και, δεύτερον, στην ουκρανική κονκάρδα -δήλωση αντιπουτινισμού- που φορούσε στο πέτο του σακακιού της.
Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν επενδύσει τις αντιπολιτευτικές προσδοκίες στην ελπίδα ότι η εισαγγελική ράβδος θα έπεφτε βαριά σε πλάτες υπουργών της κυβέρνησης. Κάτι που δεν έγινε. Μπορεί να επιβεβαιώθηκε, μία ακόμα φορά, το αυτονόητο της γενικευμένης διασποράς της διαφθοράς, αλλά το σημαντικότερο ήταν κάτι άλλο.
Ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπάρχει εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια. Στην επιλογή των προσώπων που απαρτίζουν τα συγκεκριμένα όργανα συμμετέχει και η Ελλάδα μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν είναι κάτι εξωγενές και άνωθεν επιβαλλόμενο σε συνθήκες περιορισμού της εθνικής δικονομικής ελευθερίας. Απεναντίας. Είναι μηχανισμός που λειτουργεί ενισχυτικά ως προς τη νομική θωράκιση. Είναι, παράλληλα, μία από τις θεσμικές επιβεβαιώσεις ότι το έγκλημα και -εν προκειμένω- η διαφθορά είναι διεθνική υπόθεση. Τίποτα, πόσω μάλλον το έγκλημα, δεν αφορά μόνο τη στενή και απομονωμένη γειτονιά της. Οπως την αφορά το ίδιο το έγκλημα, έτσι την αφορά και η οργανωμένη αντιμετώπισή του. Ας μην παριστάνουμε, λοιπόν, τους εθνικά θιγμένους. Σε κάποια άλλη περίπτωση, ίσως, να επιδιώκαμε εμείς οι ίδιοι τη δικαστική συνδρομή της Ευρωπαίας εισαγγελέα.