Στη διάρκεια του τρίτου γύρου των διαπραγματεύσεων, που συνεχίζονται πυρετωδώς στη Στοκχόλμη μεταξύ του υπουργού Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, και του αναπληρωτή πρωθυπουργού της Κίνας και ουσιαστικού «τσάρου της οικονομίας», Χε Λιφένγκ, οι δύο πλευρές εφαρμόζουν άτυπα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, που δεν λειτουργούν απλώς εκτονωτικά, αλλά περιγράφουν και το πλαίσιο μιας πιθανής συμφωνίας, ίσως και μέσα στο 2025.
Από τη μία, η Κίνα άνοιξε την κάνουλα των σπάνιων γαιών (δυσεύρετα ορυκτά για τα οποία διψούν οι αμερικανικές βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας) κι από την άλλη ο Τραμπ επέτρεψε να επαναληφθούν οι εξαγωγές προς την Κίνα του εξελιγμένου αμερικανικού λογισμικού και των ημιαγωγών (τσιπ) της Nvidia.
To ότι οι δύο υπερδυνάμεις οδεύουν προς win-win καταστάσεις καθιστά ακόμη περισσότερο εμφατική τη θλίψη του Μπαϊρού για τη «σκοτεινή ημέρα της Ευρώπης», όπως και τη ρεαλιστική παραίτηση του Μερτς απέναντι στη λεόντειο και ιδιαίτερα επαχθή για την Ε.Ε. συμφωνία, που υποχρεώθηκε να «καταπιεί» η Ούρσουλα στη Σκωτία. Ακόμη και η «αγαπημένη» του Ελον Μασκ, πρόεδρος της AfD, Αλίς Βάιντελ, κατάλαβε ότι το να είσαι τραμπικός βάσαλος στην Ευρώπη δεν σημαίνει ότι ο Τραμπ θα σε λυπηθεί. «Αυτό δεν είναι συμφωνία, αλλά χαστούκι στο πρόσωπο των Ευρωπαίων καταναλωτών και παραγωγών!», τσίριξε η ακροδεξιά πολιτικός στο Χ. Η ίδια, δηλαδή, τι θα έκανε καλύτερα;
Την ίδια στιγμή τα ελεγχόμενα από το καθεστώς κινεζικά ΜΜΕ κομπάζουν -με το δίκιο τους- πως η Κίνα είναι η μόνη χώρα που έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί στην αμερικανική οικονομική κυριαρχία. Ο Σι πάντως, φρονίμως ποιών, αποφεύγει τις προκλήσεις. Στην πρόσφατη σύνοδο Κίνας-Ε.Ε. δεν κατηγόρησε ούτε μία φορά τις ΗΠΑ για «μπούλινγκ προστατευτισμού», όπως έκανε κατά κόρον από τον Μάρτιο και μετά.