Κανένα, όμως, από αυτά δεν φαίνεται διατεθειμένο να ξεκαθαρίσει το εάν και με ποιον τρόπο προβλέπει να συμβάλει στην εξάλειψη του κινδύνου της ακυβερνησίας, ο οποίος -και εδώ είναι το ελληνικό παράδοξο-δεν αφορά την κυβέρνηση αλλά την αντιπολίτευση.
Η πρώτη κάνει τη δουλειά της, με τα καλά και τα στραβά, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, η δεύτερη θέλει να κάνει τη δουλειά της πρώτης, αλλά ενώ το κάθε κόμμα γνωρίζει ότι αντικειμενικά δεν είναι ικανό για κάτι τέτοιο, συνεχίζει να επιμένει ότι μπορεί.
Είναι σαφές ότι η συζήτηση αυτή στην παρούσα φάση της… εγκυμοσύνης των (πιθανώς) τριών νέων κομμάτων, αφορά περισσότερο το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του, Νίκο Ανδρουλάκη, καθώς είναι το μόνο κόμμα από εκείνα της αντιπολίτευσης που απευθύνεται στο κεντρώο ακροατήριο. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει μέσα από τον λάκκο του αντιμητσοτακισμού όπου έχει πέσει και αυτό μαζί με όλα τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Νομίζει -και αυτό- ότι ο δρόμος των προσωπικών επιθέσεων στον πρωθυπουργό θα το οδηγήσει στην ανάκαμψη, κάτι που δεν ισχύει. Οπως και η μίμηση της οργής και του θυμού. Στην πολιτική είναι λάθος να πιστεύει κανείς, πόσω μάλλον αν ηγείται ενός κόμματος που επισήμως έχει υψηλές διεκδικήσεις ότι η ίδια μέθοδος μπορεί να αποδώσει σε διαφορετικές συνθήκες. Αλλο 2015 και Μνημόνια, άλλο 2025.
Η λειτουργική ανεπάρκεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με επίκεντρο τις απανωτές πολιτικές αστοχίες του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, το τελευταίο διάστημα, είναι καταφανής. (Παραίτηση διευθυντή γραφείου Ν. Ανδρουλάκη. Απουσία από την κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου και άλλα αυτογκόλ, όπως ειπώθηκε από συντροφικά χείλη. Λάθη που έχουν κολλήσει τη δημοσκοπική βελόνα, αδειάζοντας την πλευρά της κλεψύδρας που αφορά τον Ν. Ανδρουλάκη. Στελέχη του κόμματος (Γερουλάνος, Κουκουλόπουλος, κ.λπ.) έχουν ορίσει χρονικό όριο πριν αναλάβουν πρωτοβουλίες.
Ανεξάρτητα, πάντως, από τις όποιες ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό μπορεί να επιφέρει η εμφάνιση ή ακόμα και η διαρκής φημολογία περί εμφάνισής τους, τα υπάρχοντα κόμματα της υπολογίσιμης αντιπολίτευσης δεν είναι διατεθειμένα να διεκδικήσουν τη δημιουργική τους συμμετοχή σε ένα υποτιθέμενο σχήμα με κυβερνητικές φιλοδοξίες, αλλά να… διεκδικηθούν. Σαν δύστροπα σχολιαρόπαιδα που δεν παίζουν με τα άλλα παιδιά, αλλά περιμένουν να τα φωνάξουν να παίξουν. Ή κρύβουν από τους άλλους τα «παιχνίδια» – τις προθέσεις και τις όποιες προτάσεις τους, αν έχουν στην καλύτερη περίπτωση- μην τυχόν και τους τα κλέψουν τα άλλα παιδάκια. Και, προφανώς, από όλη αυτή τη διαδικασία, κερδίζει αυτός που μπορεί να κάνει τη δουλειά.