Εντάξει, δεν είναι δα και τόσο περίεργο για ένα κόμμα της αντιπολίτευσης να τάζει περισσότερα από όσα αντέχει η τσέπη του κράτους, αφού δεν θα κληθεί να τα υλοποιήσει. Υποσχέσεις δίνει, που αν και εφόσον βρεθεί στη θέση της κυβέρνησης, μόνο τότε θα πρέπει να αποδείξει πως όσα έλεγε έστεκαν. Μόνο που τότε μπορεί να είναι πολύ αργά.
Γιατί, λοιπόν, να μην μπορούν οι πολίτες να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιο είναι το ακριβές κόστος των προεκλογικών προγραμμάτων και μετά να αποφασίζουν; Αυτό όμως προϋποθέτει έλεγχο και κοστολόγηση από μία Ανεξάρτητη Αρχή και όχι από τα οικονομικά επιτελεία των κομμάτων. Στο εξωτερικό, για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Αγγλία, αυτό γίνεται από τα Δημοσιονομικά Συμβούλια.
Θυμίζουμε, λοιπόν, ότι τον Ιούλιο ψηφίστηκε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας, όπου μεταξύ άλλων προβλέπεται για το Δημοσιονομικό Συμβούλιο η δυνατότητα να «αξιολογεί και να ποσοτικοποιεί τον δημοσιονομικό αντίκτυπο που αναμένεται να έχουν οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών κομμάτων, κατόπιν αιτήματός τους.
Οι αξιολογήσεις και ποσοτικοποιήσεις εξετάζονται σύμφωνα με το υπόδειγμα, τη διαδικασία και τη μεθοδολογία που ορίζονται από το ίδιο. Η υποβολή του αιτήματος του πρώτου εδαφίου γίνεται κατόπιν απόφασης του αρμόδιου οργάνου του κάθε πολιτικού κόμματος». Αρα, η θεσμική δυνατότητα υπάρχει, το θέμα είναι αν θα τολμήσουν τα κόμματα να το ζητήσουν.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, που είχε γίνει κατά τη διάρκεια επεξεργασίας του νομοσχεδίου, είχε τοποθετηθεί και η πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, Αναστασία Μιαούλη. «Πώς θα το κάνουμε; Θα γίνει με διαφανείς διαδικασίες. Θα συνεννοηθούμε μαζί σας για το πώς θα υποβληθούν οι προτάσεις, με ποια μορφή. Μήπως πρέπει στην αρχή να αξιολογήσουμε μόνο ένα-δύο μέτρα που θεωρεί το κάθε κόμμα πολύ σημαντικά;», είχε πει απευθυνόμενη στους εκπροσώπους όλων των κομμάτων και πρόσθεσε πως σε πρώτη φάση θα γίνει σταδιακά και προσεκτικά, καθώς κάθε δαπάνη έχει πολλαπλές, πρωτογενείς και δευτερογενείς επιδράσεις: «Το πρώτο, αν το κόμμα το επιθυμεί, θα είναι μία λογιστική αποτύπωση. Δηλαδή, θέλω να αυξήσω τον ΦΠΑ, θέλω να τον μειώσω, πόσο κοστίζει. Μέχρι εκεί. Και αφού μεταξύ του θεσμού και των κομμάτων εδραιωθεί η εμπιστοσύνη, και αφού το συζητήσουμε, σε μια δεύτερη εποχή, που θα μας επιτρέψει το νομοθετικό πλαίσιο, μπορούμε να πάμε στις δευτερογενείς επιδράσεις».
Είναι, λοιπόν, το πολιτικό σύστημα έτοιμο για αξιολόγηση με αμεροληψία και διαφάνεια; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.