Εκτός από τις δημοσκοπήσεις, ο Τσίπρας έχει και άλλο ένα πρόβλημα. Τον χρόνο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πρέπει να δείξει στους πολιτικούς του χορηγούς ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Διαφορετικά θα πάει στα αζήτητα, όπως πήγε ο Κασσελάκης και οι χορηγοί θα ψάξουν την επόμενη αντιπολιτευτική ελπίδα. Δηλαδή την Καρυστιανού. Εδώ έρχεται λοιπόν και δένει η παροιμία «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το». Από την εποχή του Αλαβάνου ο Τσίπρας δεν έχει τέτοια προβλήματα.
Μόνο που και η Καρυστιανού το καταλαβαίνει. Η Καρυστιανού, αν συνεργαστεί με παλιό πολιτικό που άσκησε εξουσία, χάνει τον μανδύα του αντισυστημισμού. Μπορεί οι προξενήτρες για το συνοικέσιο με τον Τσίπρα να βλέπουν τη συνεργασία σαν λύση, αλλά η Καρυστιανού, που έχει μεγαλύτερες φιλοδοξίες, τον αντιμετωπίζει σαν βαρίδι.
Πάμε όμως σε ένα άλλο θέμα. Μιλώντας στην τηλεόραση της Ναυτεμπορικής, η Μαρία Καρυστιανού είπε: «Ασκώ πολιτική γιατί από πάντα ήμουν πολιτικό ον». Οπότε και η ίδια δέχεται ότι ο λόγος της θα εξετάζεται σαν πολιτικός και όχι με την ανοχή που δινόταν στα λόγια της, σαν λόγια χαροκαμένης μάνας. Επίσης, δεν περιορίζει τον λόγο της στα Τέμπη, αλλά σε γενικότερη απαξίωση των θεσμών. Επίσης, ζητάει από τον κόσμο να ενωθεί σε κάτι «ενιαίο και κοινό». Εάν αυτό δεν λέγεται κόμμα, θα λέγεται κίνημα ή παράταξη. Τέλος, χαρακτήρισε τη σύνθεση του δικαστηρίου «ορισμένη από τον Φλωρίδη» και την κυβέρνηση «εγκληματική οργάνωση». Καθαρές αντισυστημικές θέσεις. Το μεγάλο πρόβλημα με την Καρυστιανού και όλους τους αντισυστημικούς είναι με τι προτείνουν να αντικατασταθούν οι θεσμοί. Η απάντηση είναι «από τους ίδιους». Η τακτική των αντισυστημικών είναι να μην αναγνωρίζουν κανέναν θεσμό και καμία κυβέρνηση. Εκτός αν τα κουμάντα έχουν οι ίδιοι.
Τέλος, η περίπτωση του συμπαθούς Πάνου Ρούτσι μού θυμίζει μια παλιά ταινία. Το «Ace in the Hole», που ένας ανθρακωρύχος έχει παγιδευτεί σε μία τρύπα. Επικοινωνεί με τον έξω κόσμο μέσω ενός δημοσιογράφου που έχει κάθε συμφέρον να τον κρατήσει στην τρύπα για να εκμεταλλευτεί τη δημοσιότητα. Ελπίζω η ιστορία με τον Πάνο Ρούτσι να μην έχει ανάλογο τέλος με αυτό της ταινίας.
«ΑΔΕΙΑΣΜΑ» ΑΠΟ ΤΟΥΡΚΙΑ
Η ιστορία με την επίσκεψη του Μητσοτάκη και του Ερντογάν στην Αμερική είναι κλασική. «Θρίαμβος της τουρκικής διπλωματίας στις Ηνωμένες Πολιτείες», «Η Τουρκία πέτυχε το δικό της» και τα σχετικά στα πρωτοσέλιδα του αντιπολιτευτικού Τύπου. Τα οποία οι πιο κουλτουριάρηδες συνοδεύουν με ιστορικές αναφορές με διβάνια και Υψηλές Πύλες.
Αυτή τη φορά η διάψευση στα κλισέ ήταν τουρκική, αφού ήρθε από Τούρκο δημοσιογράφο. Αφού για κάτι μέρες στα αντιπολιτευτικά έντυπα έπαιζε η είδηση του θριαμβευτή σουλτάνου που έχει τον Μητσοτάκη στο τσεπάκι του, εμφανίστηκε ένα βιντεάκι. Εδειχνε τον διαπιστευμένο στον Λευκό Οίκο Χουσεΐν Γκιουνάι να μιλάει με έναν συνάδελφό του και στην ερώτηση πώς πήγαν οι συνομιλίες Τραμπ και Ερντογάν, να απαντάει: «Πήραμε τον π…τσο. Τίποτα δεν πήραμε. Εντάξει, πήραμε κάτι, αλλά τον π…τσο πήραμε». Οχι ιδιαίτερα πολιτικά ορθή φράση, αλλά ιδιαίτερα περιγραφική. Με τον Γκιουνάι να προσθέτει ότι ο Τραμπ ζήτησε από τον Ερντογάν να πάρει στην Τουρκία τους Παλαιστίνιους της Γάζας, να μην αγοράζει φυσικό αέριο από τη Ρωσία και να σταματήσει το εμπόριο με την Κίνα. Σύμφωνα με ελληνικά Μέσα, τουρκικός διπλωματικός «θρίαμβος». Ο Μητσοτάκης να πέσει και ας τον ρίξει και σουλτάνος.
Οι ασυνήθιστες αντοχές της ενσυναίσθησης
Στη γλώσσα τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν είχε πολιτική στήριξη και οι στηρίξεις έρχονται από τις κυβερνήσεις. Οι οποίες κυβερνήσεις, εκτός από τους αντιρατσιστικούς νόμους και τις αναφορές στη γλώσσα που δημιουργούν… ΜΚΟ-«χωροφυλακές» του ορθού λόγου, επιβάλλουν λέξεις του πολιτικά ορθού λόγου όταν τις χρησιμοποιήσουν. Εάν οι γραφικότητες με τις «βουλεύτριες» και τα «φοιτητά» δεν πειράζουν, λέξεις που αντικαθιστούν τον νόμο από το συναίσθημα γίνονται «όπλα».
Παράδειγμα, η ενσυναίσθηση. Μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο της άνθησης του #metoo για να τονίσει την ανάγκη συναισθηματικής στήριξης στις γυναίκες που κατήγγελλαν σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Ορισμένες φορές μετά την παρέλευση δεκαετιών. Αρχικά, οι καταγγελίες είχαν ένα βάρος. Συν τω χρόνω, όμως, και όταν κάθε ηθοποιός κατάλαβε ότι μπορούσε να εξασφαλίσει δημοσιότητα καταγγέλλοντας ότι πριν από χρόνια ένας σκηνοθέτης τού είχε κακομιλήσει, οι καταγγελίες ξέφτισαν. Η ενσυναίσθηση, όμως, είχε μεγαλύτερες αντοχές.
Από την Παλαιστίνη έως τα Τέμπη κάθε φορά που η Αριστερά ξεμένει από επιχειρήματα θυμάται την ενσυναίσθηση. Μόνο που για τους δημοσιογράφους περισσότερο χρήσιμη από την ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να τονίζουν τα προβλήματα και από τους πολιτικούς να τα λύνουν.