
Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Και ποιήματα της Κικής Δημουλά έχουν μελοποιηθεί, όχι πολλά, ίσως ήταν το είδος της ποίησης τέτοιο, αλλά πάντως αρκετά για να ικανοποιήσουν μια μερίδα του κόσμου που δεν τη γνώρισε από το πρωτότυπο. Για τους υπόλοιπους, υπάρχει το πάντα πρόθυμο Διαδίκτυο. Ετοιμο να αναπαράγει στίχους, να κλέψει ατάκες, να αποδώσει φόρο τιμής με σεβασμό, αλλά και να κακοποιήσει με θράσος. Οπως έγινε το 2013, τότε που η πρώτη φορά Αριστερά ερχόταν με φόρα και ένα παράπλευρο πολιτικό και μιντιακό σύστημα ορκιζόταν στο δόγμα «πας μη αριστερός, ρατσιστής».
ΗΤΑΝ ΚΥΡΙΑΚΗ των Βαΐων του 2013 όταν μια εκδήλωση των Atenistas στην Κυψέλη ολοκληρώθηκε με συζήτηση από τρεις γνωστούς Κυψελιώτες. Την Κική Δημουλά, τον Μένη Κουμανταρέα και τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη. Το έγκλημα της ποιήτριας ήταν ότι περιέγραψε τη μετάλλαξη της πολύβουης συνοικίας στη διάρκεια των 76 χρόνων που η ίδια ζούσε εκεί, μέσα από μια αυθόρμητη, από καρδιάς, ομιλία. Είπε για τις μονοκατοικίες με τους κήπους της οδού Πυθίας που έγιναν πολυκατοικίες, για τη γραφική Φωκίωνος Νέγρη που έπαψε να είναι γραφική και έγινε επικίνδυνη. Είπε για τις δύο φορές που έπεσε θύμα ληστείας η αδελφή της «δύο φορές την παραμόρφωσε ένας έξω από το σπίτι», μίλησε για τη λατρεία που έχει για αυτή την πόλη «όσοι αναρωτιούνται γιατί δεν ήθελα να φύγω… Μα γιατί όλη μου η ζωή διεπράχθη σε αυτό το μέρος».
ΕΙΠΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ που βρήκαν ένα σπιτικό εκεί «εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους». Είπε πως «οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα» και πρόσθεσε πως «βεβαίως τους αγαπάμε τους ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν, αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι». Είπε για έναν περίφημο Πακιστανό μόδιστρο στη γειτονιά της «που δεν τον φτάνει κανείς στο διόρθωμα, Φαέθοντος βρίσκεται». Και συνέχισε να μιλά από καρδιάς: «Μακάρι να μην υπήρχε αυτό το θέμα της πείνας, μακάρι οι φυλές του κόσμου να ήταν ανακατωμένες».
ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ άλλα είπε εκείνη την ημέρα η Κική Δημουλά. Ομως από συγκεκριμένα μίντια μόνο ένα αναπαράχθηκε: Η Κική Δημουλά δεν βρίσκει παγκάκι επειδή κάθονται οι ξένοι. Ρατσίστρια λοιπόν η ποιήτρια. Η μήπως κάτι χειρότερο; Μήπως είναι δεξιά η κυρία Δημουλά; Σκάλισαν, λοιπόν, οι δημοκράτες το «παρελθόν» της. Και βρήκαν μια διακήρυξη του 2011 με τίτλο «Τολμήστε» που υπέγραφαν 32 προσωπικότητες, ζητώντας από την τότε κυβέρνηση να πολεμήσει τον λαϊκισμό. Υπέγραφαν ο Σαββόπουλος (ύποπτος), ο Θεοδωρόπουλος (πολύ ύποπτος), ο Δοξιάδης (περισσότερο ύποπτος), ο Στουρνάρας (αυτός στην κατηγορία ενόχου με συνοπτικές διαδικασίες). Υπέγραφε και η Δημουλά. Δεν είχαν άλλο να περιμένουν οι ένορκοι για να αρχίσει το δημόσιο λιντσάρισμα βασισμένο στο ηθικό αλάθητο που κατέχουν οι Πάπες της Αριστεράς.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ αυτή προφανώς και δεν ήταν αρκετή για να αμαυρώσει την εικόνα της Δημουλά, αφού η παρερμηνεία των λόγων της δεν άντεξε ούτε στον χρόνο ούτε στη λογική. Είναι όμως ενδεικτική μιας νοοτροπίας που αδίκησε και στοχοποίησε ανθρώπους που δεν είχαν τη δύναμη του αναγνωρισμένου ποιητή για να αμυνθούν. Που δίχασε την κοινωνία και θεοποίησε τους αγανακτισμένους. Το περάσαμε άραγε αυτό το στάδιο ή υποβόσκει ακόμα κρυμμένο, περιμένοντας τη δεύτερη φορά Αριστερά να σκαλίσει τους αρμούς της εξουσίας;
ΟΠΩΣ ΘΑ ΕΛΕΓΕ ο Μάνος Χατζιδάκις (ύποπτος δεξιός και εκείνος εν ζωή) «ας σταματήσει η υστερική ευαισθησία, μες την οποία προστατεύονται με άνεση οι λίγοι και οι κακοί. Καμία ομάδα, καμία τάξη, κανένα επάγγελμα δεν είναι ιερό. Ολα περιέχουν μέσα τους και το καλό και το κακό. Και αυτό είναι άλλωστε το φυσικό».
Από την έντυπη έκδοση
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής