Οι αριθμοί αποδεικνύουν το μέγεθος του φαινομένου. Ενας στους τέσσερις εφήβους ηλικίας 13 έως 17 ετών στη Μεγάλη Βρετανία έχει χρησιμοποιήσει μέσα στον τελευταίο χρόνο κάποιο chatbot Τεχνητής Νοημοσύνης για ζητήματα ψυχικής υγείας.
Στρέφονται στα chatbots επειδή είναι διαθέσιμα 24 ώρες το 24ωρο, απαντούν άμεσα, δεν κρίνουν και, κυρίως, προσφέρουν την αίσθηση της ανωνυμίας. Λειτουργούν, μάλιστα, ως ένας «ουδέτερος ακροατής» σε μια περίοδο που φαίνεται να αποδεικνύεται δύσκολη -ή ακόμη και αδύνατη- για τους εφήβους να επικοινωνήσουν με γονείς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας.
Τα παραπάνω στοιχεία, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στον «Guardian», τονίζουν τα κενά των συστημάτων Υγείας, τη μοναξιά των νέων και τη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υποστήριξης. Μια κατάσταση που η ελληνική Πολιτεία έχει εντοπίσει και προσπαθεί να παρέμβει.
Ψηφιακή ζωή
Η Αρτεμις Τσίτσικα, αν. καθηγήτρια Παιδιατρικής & Εφηβικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, επικεφαλής της Μονάδας Εφηβικής Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» και εκπρόσωπος της UNESCO στην Ελλάδα για την υγεία των νέων, επιβεβαιώνει το φαινόμενο.

«Ολα τα παιδιά χρειάζονται κατεύθυνση και υποστήριξη σχετικά με την ψηφιακή τους ζωή. Και οι γενιές Ζ και Α, κυρίως, όμως, τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2012 αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις και συμπεριφορές εξάρτησης, με επιπτώσεις στη μαθησιακή, στη σωματική και την ψυχική τους υγεία», επισημαίνει μιλώντας στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Οι έφηβοι που απευθύνονται στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας του ΕΚΠΑ περνούν περισσότερο από το 50% του χρόνου στο Διαδίκτυο. «Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τι τους συμβαίνει εάν δεν κατανοήσουμε αυτήν τη νέα πραγματικότητα – new normal», λέει η καθηγήτρια. Η γενιά αυτή -η λεγόμενη Generation Alpha- μεγάλωσε με οθόνες. «Το ΑΙ είναι -και για τη γενιά αυτή- ένα εργαλείο εξαιρετικά χρήσιμο», σημειώνει η κ. Τσίτσικα. «Είναι πάντα προσβάσιμο και διαθέσιμο, προσφέρει εμπιστευτικότητα και δεν απαιτεί την εμπλοκή των “σημαντικών ενηλίκων”, κάτι που για ορισμένα παιδιά είναι καθοριστικό».
Κενά
Η στροφή προς τα chatbots, ωστόσο, δεν είναι μόνο επιλογή. Είναι και ανάγκη. «Υπάρχουν μεγάλες λίστες αναμονής στο δημόσιο σύστημα, με ιδιαίτερες δυσκολίες στην τακτική παρακολούθηση, κυρίως για τα ευάλωτα παιδιά», εξηγεί η κ. Τσίτσικα.
«Πολλές υπηρεσίες, ακόμη κι όταν υπάρχουν, δεν λειτουργούν με τρόπο που να είναι πραγματικά youth friendly», όπως η Μονάδα που λειτουργεί στο Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού».
Σε αυτό το κενό, η Τεχνητή Νοημοσύνη μοιάζει -στα μάτια των εφήβων- με άμεση λύση: «Ρωτούν τα πάντα. Από φάρμακα και σωματικά συμπτώματα μέχρι εκφοβισμό στο σχολείο, βία, τοξικές σχέσεις, ερωτικά ζητήματα, εικόνα σώματος».
Για πολλά παιδιά, το chatbot λειτουργεί σαν φίλος: «Τους μιλάει όμορφα, φιλικά. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει κάποιος εκεί, ότι δεν είναι μόνοι», επισημαίνει η καθηγήτρια. «Και παρά τα όσα φοβόμαστε, η σχέση αυτή είναι βασικά χρήσιμη. Αρκεί να μην υπερβεί τα όρια της ασφάλειας», αναφέρει η κ. Τσίτσικα.
«Καμπανάκι»
Η ψευδαίσθηση είναι η παράμετρος που, κυρίως, ανησυχεί τους ειδικούς που βρίσκονται κοντά στα παιδιά αυτά. «Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανθρώπινη και ουσιαστική επικοινωνία. Τα παιδιά χρειάζονται ανθρώπους, δομές, οικογένεια, σχολείο, επαγγελματίες Υγείας που να είναι φτιαγμένοι με βάση τις ανάγκες τους σήμερα», όπως λέει.
Δεν παραβλέπει, πάντως, τους κινδύνους: στο εξωτερικό έχει ήδη καταγραφεί περίπτωση αυτοκτονίας ανηλίκου, όπου η αλληλεπίδραση με chatbot φέρεται να λειτούργησε επιβαρυντικά, σε ένα παιδί που βρισκόταν σε απόγνωση.
«Ιδιαίτερα ευάλωτα παιδιά μπορεί να κατευθύνουν το ΑΙ -και να κατευθυνθούν από αυτό- με αρνητικό τρόπο», προειδοποιεί.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Γ. ΓΚΟΡΤΖΗΣ
«Τα γενικά chatbots δεν είναι θεραπεία»

Ο Ελευθέριος Γ. Γκορτζής, διδάκτωρ Ιατρικής Φυσικής και Πληροφορικής, ιδρυτής της εταιρίας CAREPOI και εκλεγμένο εξέχον μέλος της IEEE (New York, 2007), αντιμετωπίζει το φαινόμενο της χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης από εφήβους στην ψυχική υγεία χωρίς τεχνοφοβία, αλλά και χωρίς αυταπάτες.
«Υπάρχει μια αυξανόμενη τάση των νέων να καταφεύγουν σε γενικά chatbots, όπως το Character AI και το ChatGPT, κάτι που αντανακλά την ψηφιακή εγγύτητα των σύγχρονων γενεών», σημειώνει. Οπως εξηγεί, η πανδημία Covid-19 δεν λειτούργησε απλώς ως καταλύτης για τη μαζική υιοθέτηση της τεχνολογίας, αλλά συνέβαλε και στη σημαντική αύξηση των ζητημάτων ψυχικής υγείας. «Αυτά τα δύο φαινόμενα συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα σύνθετο τεχνολογικο-κοινωνικό τοπίο, το οποίο πλέον πρέπει να θεωρούμε δεδομένο».
Ομως, προειδοποιεί: «Η “αυθαίρετη” χρήση τέτοιων συστημάτων, χωρίς την εμπλοκή ειδικών Ψυχικής Υγείας, μπορεί να εμπεριέχει πρόσθετους κινδύνους. Η 24ωρη διαθεσιμότητα, η άμεση απόκριση και η θεωρητική ανωνυμία είναι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι νέοι στρέφονται σε εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης».
Τα επιστημονικά δεδομένα, όμως, δεν δικαιολογούν τον ενθουσιασμό: «Συστηματικές ανασκοπήσεις τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα της Τεχνητής Νοημοσύνης ως εργαλείο υποστήριξης της ψυχικής υγείας, ειδικά στις νεαρές ηλικίες, παραμένει περιορισμένη», αναφέρει. Οι λόγοι είναι, κατά τον καθηγητή Γκορτζή, εγγενείς στον σχεδιασμό των σημερινών μοντέλων. «Στα υφιστάμενα μοντέλα Τεχνητής Νοημοσύνης ενυπάρχουν απουσία εξατομίκευσης, δυσκολία ανατροφοδότησης με κανόνες και έλλειψη κλινικής εποπτείας». Και επισημαίνει ότι δεν είναι θέμα κανονιστικού πλαισίου. «Είναι θέμα συμμετοχής στον ίδιο τον σχεδιασμό των μοντέλων για να επιβληθούν κανόνες». Ο επιστήμονας είναι ιδιαίτερα αιχμηρός στο ζήτημα της «ενσυναίσθησης». «Με τα υπάρχοντα chatbots δεν μπορούμε να έχουμε την ενσυναίσθηση που απαιτεί η θεραπευτική διαδικασία», υπογραμμίζει. «Η έλλειψη μη λεκτικών ενδείξεων -βλέμμα, τόνος φωνής, στάση σώματος, μικροεκφράσεις- στερεί κρίσιμα δεδομένα για τη συναισθηματική ρύθμιση». Η ανθρώπινη σύνδεση, όπως λέει, βασίζεται σε νευροβιολογικούς και διαπροσωπικούς μηχανισμούς που «μέχρι σήμερα δεν μπορούν να αναπαραχθούν».
Ταυτόχρονα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για μια παραπλανητική αίσθηση ασφάλειας. «Η ψηφιακή εγγύτητα μπορεί να οδηγήσει σε καθυστέρηση αναζήτησης επαγγελματικής βοήθειας, κάτι που σε βάθος χρόνου ενδέχεται να επιτείνει τα συμπτώματα».
Παρά τις επιφυλάξεις του, δεν απορρίπτει τη συμβολή της Τεχνητής Νοημοσύνης.
«Τα εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης δεν στερούνται αξίας, όταν λειτουργούν ως συμπλήρωμα και όχι ως υποκατάστατο», σημειώνει. Το μοντέλο που θεωρεί ασφαλές βασίζεται σε τρεις πυλώνες: «εξατομίκευση, ανατροφοδότηση και κλινική εποπτεία». «Τα γενικά chatbots βασίζονται σε γλωσσικά μοτίβα, όχι σε θεραπευτικά πρωτόκολλα», καταλήγει. «Και αυτό κάνει όλη τη διαφορά».
ΥΠ. ΥΓΕΙΑΣ – UNESCO GHE
Εθνικό δίκτυο δομών με «ανοιχτή αγκαλιά»
Η απάντηση που προκύπτει δεν μπορεί να είναι ούτε η δαιμονοποίηση της τεχνολογίας ούτε η παράδοση της ψυχικής υγείας των εφήβων σε αυτήν. Το σύστημα Υγείας πρέπει να αρχίσει να μιλά τη γλώσσα των νέων, υποστηρίζει η καθηγήτρια κ. Τσίτσικα.
Στο κενό αυτό, επιχειρεί να παρέμβει η πρωτοβουλία που αναπτύσσεται ήδη πιλοτικά από το υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με την UNESCO GHE, με στόχο τη δημιουργία ενός εθνικού δικτύου φιλικών δομών για παιδιά και εφήβους, με την ονομασία «Open Hug».
Πρόκειται για μια προσπάθεια να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο το κράτος συναντά τους νέους: όχι με λίστες αναμονής και γραφειοκρατία, αλλά με δομές προσβάσιμες, ανοιχτές και σχεδιασμένες με βάση τις πραγματικές ανάγκες της σημερινής γενιάς. Στον πυρήνα του σχεδιασμού βρίσκεται η ενεργή συμμετοχή των ίδιων των παιδιών και των εφήβων, μέσω ειδικού Youth Council, καθώς και η κατάρτιση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού, ώστε οι υπηρεσίες να γίνουν ουσιαστικά «youth friendly».
«Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό», επισημαίνει η Αρτεμις Τσίτσικα και καταλήγει: «Εφαρμόζουμε τις κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και δημιουργούμε δομές με εμπιστευτικότητα, διεπιστημονική προσέγγιση και πραγματικό χρόνο για τα παιδιά».

