Ταυτόχρονα και όσο τα χρόνια περνούν, η αγωνία των ασθενών και των συγγενών τους κορυφώνεται, καθώς η διαρκής γήρανση του πληθυσμού της γης μεγαλώνει τα αδιέξοδα που σχετίζονται με τη νόσο. Οι ασθενείς με άνοια και Αλτσχάιμερ αποτιμάται ότι αγγίζουν παγκοσμίως τα 50 εκατομμύρια. Σήμερα, όμως, κάτι φαίνεται να αλλάζει: για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιατρικής δύο νέες θεραπείες φάνηκε να μπορούν να επιβραδύνουν τη δραματική εξέλιξη της νόσου.
Τα δύο νέα φάρμακα, η λεκανεμάμπη και η ντονενεμάμπη -τα οποία έχουν λάβει ήδη έγκριση κυκλοφορίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά προς το παρόν είναι υπό έγκριση στην Ευρώπη– φαίνεται να παρουσιάζουν μετρήσιμα αποτελέσματα.
Στις κλινικές μελέτες, η πρώτη ουσία μείωσε την πρόοδο της νόσου κατά 27% και η δεύτερη κατά 35%. Στην πράξη αυτό σημαίνει περισσότερους μήνες αυτονομίας για τους ασθενείς και μια μεγάλη ανάσα για οικογένειες που ζουν καθημερινά με τη φθορά της μνήμης και της προσωπικότητας.
«Δεν θεραπεύουμε το Αλτσχάιμερ», τονίζει ο νευρολόγος Juan Fortea από το Ινστιτούτο Sant Pau στη Βαρκελώνη, «αλλά για πρώτη φορά καταφέρνουμε να καθυστερήσουμε την πορεία του». Υπεύθυνη για αυτό το επιστημονικό σημείο καμπής είναι μια νέα γενιά φαρμάκων που εξαλείφουν την πρωτεΐνη βήτα-αμυλοειδούς, η οποία συσσωρεύεται σε νοσούντες εγκεφάλους, και επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου.
Ο Albert Lleó, επικεφαλής της Νευρολογίας στο Sant Pau στη Βαρκελώνη, συμπληρώνει πως αυτή είναι μόνο η αρχή: περισσότερα από 130 φάρμακα βρίσκονται αυτή τη στιγμή υπό μελέτη, ενώ φαρμακευτικές ουσίες που ήδη χρησιμοποιούνται για άλλες παθήσεις –όπως η σεμαγλουτίδη στην παχυσαρκία– δοκιμάζονται για τις πιθανές τους επιδράσεις και στη νόσο.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΜΗΝΕΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
«Τι σημαίνει στην πράξη να επιβραδύνεις την πορεία κατά 30%;», αναρωτιούνται οι επικριτές της νέας προσέγγισης του Αλτσχάιμερ.
Για κάποιους, ακόμη και κάποιοι μήνες μεγαλύτερης ανεξαρτησίας για τους ασθενείς ίσως να αξίζει το ρίσκο, ενώ για άλλους το κόστος και οι δυσκολίες μηδενίζουν το όφελος.
«Οι ασθενείς χειροτερεύουν, αλλά πιο αργά», συνοψίζει ο νευρολόγος J. Fortea. Για τις οικογένειες, αυτό μπορεί να σημαίνει πολύτιμο χρόνο. Για τα συστήματα υγείας, όμως, συνεπάγεται τεράστια πίεση.
ΠΑΝΑΚΡΙΒΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Παρά τις ενθαρρυντικές ενδείξεις, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η συζήτηση γύρω από αυτές τις πρώτες θεραπείες δεν είναι απλή.
Η τιμή αποζημίωσης των θεραπειών αυτών φαίνεται να είναι μεγάλη και συγκεκριμένα αποτιμάται σε περίπου 24.000 ευρώ τον χρόνο ανά ασθενή, χωρίς να υπολογίζεται στο ποσό αυτό το κόστος των μαγνητικών τομογραφιών και οι συνεχείς νοσοκομειακές επισκέψεις που απαιτούνται.
Ωστόσο, τα φάρμακα αυτά φαίνεται να έχουν ακόμη δρόμο μέχρι την τελειοποίησή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις καταγράφηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες, εγκεφαλικές αιμορραγίες, ακόμη και δύο θάνατοι ασθενών (στην περίπτωση της λεκανεμάμπης).
Και το κυριότερο; Το όφελος φαίνεται -προς το παρόν- να αφορά ένα πολύ περιορισμένο ποσοστό ασθενών και συγκεκριμένα περίπου το 5% όσων διαγιγνώσκονται.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΙΟΔΕΙΚΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
Νέοι βιοδείκτες αίματος υπόσχονται να εντοπίζουν τα πρώιμα σημάδια της νόσου με μια απλή εξέταση, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα της διάγνωσης, η οποία στηρίζεται κυρίως σε κλινική αξιολόγηση και νευροψυχολογικές δοκιμασίες, που αφήνουν περιθώρια λάθους.
Πλέον οι επιστήμονες εκτιμούν ότι τα εργαλεία αυτά θα οδηγήσουν σε μια «διαγνωστική επανάσταση», καθιστώντας εφικτή όχι μόνο την έγκαιρη διάγνωση αλλά και, ίσως, την πρόληψη.
Στον τομέα της πρόληψης, οι ειδικοί έχουν εντοπίσει 14 τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου -από το κάπνισμα και την υπέρταση έως την ατμοσφαιρική ρύπανση και την καθιστική ζωή- που φαίνεται ότι ευθύνονται σχεδόν για τις μισές περιπτώσεις άνοιας. Μελέτες δείχνουν ότι η άσκηση, η σωστή διατροφή και η κοινωνική δραστηριότητα μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο.

