Όταν η Ιστορία συγχρωτίζεται με τη Λογοτεχνία, είναι πιθανό να συμβαίνει και το εξής παράδοξο: Ο άνθρωπος πείθεται ότι ενώ ο ίδιος είναι ο μεγαλειώδης δημιουργός και καταγραφέας της Ιστορίας, την ίδια ώρα μπαίνοντας στο λαβύρινθό της γίνεται σχεδόν ανύπαρκτος, σαν κόκκος άμμου με τη μοίρα του να ορίζεται από τον άνεμο του χρόνου. Που και αυτός έχει τους δικούς του νόμους και κανόνες αλλά είναι αδύνατον να τους γνωρίζει κανείς. Φαύλος κύκλος, δηλαδή, αλλά έτσι είναι τα πράγματα μέχρι που όλα περνούν από το εκείνο το πολύ λεπτό δίχτυ που διυλίζει τα πάντα και εντέλει αφήνει να περάσουν τα απολύτως χρειαζούμενα για τον καθένα.
Αυτό συμβαίνει στον «Κλέφτη των τετραδίων» του Τζάννι Σόλλα (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Δήμητρα Δότση). Στη Νότια Σικελία, τον Σεπτέμβριο του 1942, σε ένα χωριό με το όνομα Τόρα ε Πιτσίλλι. Όλα είναι ίδια, δεν αλλάζει τίποτα, ο κόσμος ξεκινά και σταματά εκεί, τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής των κατοίκων του είναι όταν πληθαίνουν ή λιγοστεύουν, έστω και κατά έναν. Η ζωή είναι μία λούπα όπου ο χρόνος περνά και οι άνθρωποι μοιάζουν ανέγγιχτοι από ό,τι και αν συμβαίνει. Που δεν συνέβαινε και τίποτα δηλαδή, μέχρι που μια μέρα, εξορίζονται στο χωριό τριάντα έξι Εβραίοι, διωγμένοι από τη Νάπολη.
Ο Ντάβιντε είναι γουρουνοφύλακας, φυλάει τα γουρούνια του φασίστα πατέρα του. Αγράμματος, δεν είχε πάει σχολείο, δεν ήξερε ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Η Τερέζα, πάλι, ήξερε και από τα δύο και έχει όνειρο ότι μια μέρα θα φύγει από το χωριό. Ο Νίκολας είναι ένα όμορφο αγόρι, εβραιόπουλο, που κοιτάζει το φεγγάρι μέσα από το τηλεσκόπιό του και το αποκαλεί «η βαθιά αγκαλιά του ωκεανού». Ο πατέρας του, λειτουργεί ένα κρυφό σχολειό στο σπίτι που τους παραχωρήθηκε. Ανοίγει τον κόσμο των λέξεων στον Ντάβιντε. Του ανοίγει, εντέλει, ολόκληρο τον κόσμο.

«Το πρώτο μου αναγνωστικό ήταν ένα φυλλάδιο που έγραφε τις αρχές των ρατσιστικών νόμων και αυτός που μου εξηγούσε το νόημά τους ήταν ένας Εβραίος δάσκαλος. Ο Νίκολας μου είχε μιλήσει γι’ αυτά όταν πρωτογνωριστήκαμε αλλά τώρα που έβλεπα τις λέξεις γραμμένες, καταλάβαινα πώς όλα αυτά τα ψέματα είχαν περάσει στον κόσμο. Διαβάζοντάς τες συνειδητοποιούσα ότι δεν υπήρχαν καλές και κακές λέξεις. Δόκανο, καρδιά, πηγάδι, λεωφορείο, στήθος, πλάτη, στόμα. Καθετί εξαρτιόταν από τις πράξεις».
Ο πόλεμος φέρνει τις ζωές τους κοντά, τις μπλέκει και μετά τις αφήνει να πάρουν δρόμους, τραχείς, σκοτεινούς, γεμάτους πέτρες, όπως αυτοί στο χωριό ή το δάσος ή τα ερείπια της βομβαρδισμένης Νάπολης. Να συναντηθούν, να χαθούν, να ξαναβρεθούν μοιραία και από άλλα μονοπάτια μέσα από τη γήινη και ταυτόχρονα ποιητική αφήγηση του Σόλλα.
Οι πρωταγωνιστές μεταμορφώνονται σε φαντάσματα του χρόνου, ξαναγίνονται άνθρωποι με πάθη, νιώθουν, μετανιώνουν, θυμούνται. Η Ιστορία, ο πόλεμος, ο φασισμός, ο ναζισμός, περνούν δίπλα και μέσα από τους πρωταγωνιστές αλλά καταγράφονται με έναν τρόπο που μετατρέπει αυτομάτως τα νοσηρά σημάδια τους σε αναμνήσεις.
«’’Βούτα’’ είπαν αυτή τη φορά με μια φωνή, λες και προσπαθούσαν να συντονίσουν τις φωνές τους. Αν δεν πηδούσα, το φάντασμά μου θα έμενε για πάντα σ’ εκείνη την ξύλινη εξέδρα στο τέρμα του δάσους. Πήρα φόρα κι ένιωσα τη μέθη του κενού. Η ζωή μου ξεκίνησε μ’ εκείνο το σάλτο».

