
Το νέο της μυθιστόρημα δεν ζητά να το δούμε μόνο με τα μάτια της λογικής, αλλά με την καρδιά και τη φαντασία που ποθούν να πιστέψουν σε ληστές, γυναίκες-τοτέμ, και στοιχειά. Και, ίσως, αυτός να είναι ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Γιαγκούλα: ακόμα και μέσα από έναν πίνακα, συνεχίζει να ζει, να προκαλεί και να γοητεύει.
Τρεις γυναίκες, ένας λήσταρχος, επτά αερικά. Κυρία Τσακίρη, πώς ξεκινήσατε να γράφετε ένα μυθιστόρημα που μοιάζει να περπατά με το ένα πόδι στον μύθο και το άλλο στην παράδοση;
Οσοι έχουμε την ευλογία να ζούμε στην Πιερία, μαθαίνουμε από μικροί πως ο τόπος που μας γέννησε είναι μοναδικός, επειδή ακριβώς συνδυάζει υπέροχα αρμονικά την Ιστορία με την Παράδοση και τη Μυθολογία. Οπου και αν στρέψουμε το βλέμμα μας, ο Ο και τα Πιέρια είναι εκεί για να μας θυμίζουν πως ζούμε ανάμεσα στους δώδεκα Θεούς από τη μια και τις εννιά Μούσες από την άλλη.
Και αν, έστω και λίγο φλερτάρεις με τη συγγραφή, δεν μπορεί παρά να αποτελέσουν και την καλύτερη έμπνευση. Αυτό ακριβώς συνέβη και με μένα. Ο τρόπος που γράφτηκε το βιβλίο ήταν μονόδρομος εξαρχής: Η ιστορία μου έπρεπε να περπατά με το ένα πόδι στο μύθο και το άλλο στην παράδοση.
Ο Φώτος Γιαγκούλας, ο «βασιλιάς των ορέων», είναι θρυλικός λήσταρχος. Τι σας τράβηξε περισσότερο – το σκοτεινό του κάλεσμα ή ο πληγωμένος άνθρωπος πίσω από το μύθο;
Ηταν η γοητεία πίσω από τον άγριο αλλά βαθιά πληγωμένο άνθρωπο που τράβηξε την προσοχή μου. Ο Φώτος, ναι, ήταν λήσταρχος. Ανέβηκε στα βουνά και έφτιαξε τη δική του ομάδα, όταν κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε σκληρά για κάτι που δεν έκανε. Απέδιδε τη δικαιοσύνη με τον τρόπο που εκείνος την αντιλαμβανόταν. Σκότωνε, έκανε απαγωγές ζητώντας ως λύτρα υπέρογκα ποσά, τα έβαζε με την εξουσία και περιγελούσε τη χωροφυλακή, που στο τέλος τον επικήρυξε. Το γεγονός πως πολλά από τα λύτρα τα μοίραζε στους φτωχούς και πως οι κάτοικοι της ορεινής Πιερίας τον αγαπούσαν, δεν ξεπλένει το αίμα από τα χέρια του. Για την ιστορία, οφείλω να αναφέρω πως ένα από τα θύματά του ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής που βίασε την πρώτη του ξαδέρφη.

Στο μυθιστόρημά σας μπαίνει μέσα το μεταφυσικό, με τις επτά μούσες-νεράιδες ή ψυχές παιδιών. Πώς μπήκε το στοιχείο αυτό στη ζωή σας ως συγγραφέα; Είναι από θέμα φαντασίας ή μια εσωτερική κραυγή από το παρελθόν;
Στο «Πορτρέτο του βασιλιά», προσπάθησα να συνδέσω τον ήρωά μου με την ορεινή Μόρνα, το χωριό-φάντασμα που εγκαταλείφθηκε μέσα σε μία νύχτα από τους κατοίκους του. Εκεί, παραμένει ζωντανός ο θρύλος που επτά γυμνά κορίτσια, τα γκουλαγκούδια, εμφανίζονται τα μεσάνυχτα και χορεύουν γυμνά δίπλα στο ποτάμι.
Στο τέλος, τι σας άφησε περισσότερο τη «γεύση» του μυθιστορήματος: η δύναμη της γυναικείας συνέχειας από τη Μπήλιω προς τη Ροζαλία και την Τίνα; ο δυνατός χαρακτήρας του Φώτου; ή εκείνες οι εφτά μορφές που πετάνε σαν καιροσκόποι του ονείρου;
Δεν περίμενα ποτέ πως οι ήρωές μου θα πάρουν την ιστορία πάνω τους και εκείνοι θα αποφασίσουν για την εξέλιξη της πλοκής. Ομως συνέβη! Η Μπήλιω, η κόρη της Ροζαλίας και η εγγονή της Τίνας είναι τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες. Τρεις δυναμικές αλλά και επίμονες γυναίκες, η μία συνέχεια της άλλης, που θαυμάζω, επειδή αν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές, εκπροσωπούν τη γυναίκα του σήμερα. Και οι τρεις μού επέτρεψαν να εισχωρήσω στην ψυχή τους, για να εξηγήσω τους λόγους που η κάθε μία επέλεξε να αντιμετωπίσει τον ήρωά μου, με τον τρόπο που το έκανε. Τον εραστή η Μπήλιω, τον πατέρα η Ροζαλία, τον παππού η Τίνα. Ο Φώτος και ο δυνατός χαρακτήρας του, ακόμα και σήμερα απασχολεί τη σκέψη μου αρκετά, επειδή δεν έχω καταλήξει αν πρέπει να τον μισώ ή να τον αγαπώ. Σίγουρα με έχει γοητεύσει! Τα γκουλαγκούδια ήταν η πιο όμορφη έκπληξη για μένα και ελπίζω και για τους αναγνώστες. Ελευθέρωσα τις ψυχές τους έστω και στο πλαίσιο του μεταφυσικού, επειδή όπως σωστά γράψατε, δεν ζητώ από τους αναγνώστες να δουν το νέο μου μυθιστόρημα μόνο με τα μάτια της λογικής, αλλά με την καρδιά και τη φαντασία.
Τοποθετήσατε τη δράση στο μαγικό χώρο του Ολύμπου και των Πιερίων, με σπηλιές και χαράδρες. Πόσο σημαντικό ήταν για σας να «γεμίσετε» τον τόπο με μύθους, αέρα και βουνίσιο αλατοπίπερο, ώστε να τον αισθανθείτε ενεργό μαζί με τους ήρωες;
Η Πιερία είναι, πράγματι, ένας μαγικός τόπος και σίγουρα ενεργός στη συνείδηση όχι μόνο των ανθρώπων που ζούμε εδώ αλλά και των χιλιάδων επισκεπτών της. Δεν χρειάστηκε άρα κόπος για να μπω στην καρδιά αυτού του τόπου, αφού ήμουν ήδη μέσα. Με τις μικρές αλλά ουσιαστικές λεπτομέρειες που κατέγραψα και συμπεριέλαβα στο κείμενό μου, έχω την αίσθηση πως προσφέρω στον αναγνώστη, πολλές και διαφορετικές εικόνες αλλά και πολλούς λόγους και αφορμές ώστε να πάρει την απόφαση να αναζητήσει τα λημέρια του ήρωά μου.

