Η εικόνα, αποτέλεσμα εργασιών ερευνητικών ομάδων στην περιοχή, περιλαμβάνει μία σκηνή με αναπαράσταση και όχι απλώς μονές φιγούρες, στοιχείο που την καθιστά, σύμφωνα με τους μελετητές, το αρχαιότερο γνωστό εικονογραφημένο έργο τέχνης που αφηγείται μια ιστορία. Η ανακάλυψη έρχεται από μια περιοχή που έχει ήδη δώσει σημαντικά ευρήματα προϊστορικής τέχνης και φέρνει στο προσκήνιο τοπικές εκφάνσεις συμβολισμού που μέχρι σήμερα θεωρούνταν δευτερεύουσες σε σχέση με προτιμητέες ευρωπαϊκές ή μεσογειακές προτεραιότητες της έρευνας. Η Σουλαουέζι έχει επανειλημμένα αποκαλύψει βραχογραφίες με χοίρους και άλλες μορφές τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που ενισχύει την υπόθεση ύπαρξης τοπικής παράδοσης στην αποτύπωση συγκεκριμένων μορφών και θεμάτων.
Η σημασία της ανακάλυψης στο σπήλαιο Leang Karampuang
Η τοιχογραφία απεικονίζει έναν άγριο χοίρο και τρία υβρίδια ανθρώπου και ζώου, διατεταγμένα ως σκηνή αλληλεπίδρασης. Οι μορφές δεν είναι τυχαίες ξεχωριστές απεικονίσεις αλλά συνιστούν μία σύνθεση με δράση, μια αφήγηση εντός της επιφάνειας του βράχου. Η σύνθεση δείχνει κίνηση και προσοχή στην αλληλουχία των μορφών: ο χοίρος εμφανίζεται σε κεντρική θέση και οι υβριδικές φιγούρες φαίνεται να συμμετέχουν σε μια συνεχιζόμενη πράξη ή τελετουργική αναπαράσταση. Το εύρημα είναι σχεδόν 6.000 χρόνια παλαιότερο από τον προηγούμενο γνώριμο «κάτοχο του ρεκόρ», ένα επίσης χοιροειδές από κοντινό σπήλαιο της ίδιας περιοχής· ο προηγούμενος είχε χρονολογηθεί περίπου στα 45.200 χρόνια, σύμφωνα με τις αναφορές που έχουν δημοσιευθεί. Η ποσότητα και η ποιότητα των απεικονίσεων στην περιοχή αναδεικνύει μια επαναλαμβανόμενη εικαστική πρακτική που αξίζει συστηματική μελέτη.
Οι επιστήμονες σχολιάζουν με επιφύλαξη τα ευρήματα, σημειώνοντας ότι η παρουσία μιας τόσο παλιάς αφηγηματικής απεικόνισης υποχρεώνει σε αναθεώρηση των ερωτημάτων για τις πολιτισμικές δυνατότητες των κατοίκων του νησιού κατά το παλαιότερο Πλειστόκαινο. Η σπηλιά Leang Karampuang προστίθεται στον κατάλογο θέσεων όπου αναδύεται μια έμπρακτη παραγωγή σύμβολων και μορφών, ενώ η ιδιαιτερότητα της σκηνής —η συνύπαρξη μεγάλου θηλαστικού και μεταμορφωμένων φιγούρων— ανοίγει νέες γραμμές έρευνας για τη χρήση συμβόλων, τις τεχνικές απόδοσης και τις διαπροσωπικές σχέσεις που μπορεί να αποτυπώνονταν σε βραχογραφίες. Η χρονολόγηση τοποθετεί το έργο σε ηλικία τουλάχιστον 51.200 ετών και, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, το εύρημα επαναπροσδιορίζει την εμβέλεια και την πολυπλοκότητα της προϊστορικής τέχνης στον χώρο της Νότιας Ασίας και της Ωκεανίας. Στο άμεσο μέλλον αναμένονται λεπτομερείς δημοσιεύσεις και συμπληρωματικές αναλύσεις που θα επιχειρήσουν να τεκμηριώσουν τις μεθόδους χρονολόγησης, την τεχνοτροπία και το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο προέκυψαν αυτές οι πρώιμες αφηγηματικές αποτυπώσεις.