
Η ΦΕΤΙΝΗ ΔΕΘ, όμως, είχε κάτι διαφορετικό, σε αυτήν ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν αναφέρθηκε μόνο στα οικονομικά επιτεύγματα ούτε απλώς έδωσε -ως μερίδιο συλλογικής επιτυχίας- ένα μεγάλο ποσό, που αγγίζει τα 1,76 δισ. ευρώ, ως μέτρα ενίσχυσης μόνιμου χαρακτήρα. Στη φετινή ΔΕΘ έγινε η εκκίνηση μιας τεράστιας αλλαγής υποδείγματος. Η φορολογία δεν θα είναι πλέον απλώς ένα εργαλείο συλλογής χρημάτων για το δημόσιο ταμείο, θα είναι μία ενεργή πολιτική στήριξης των οικογενειών, της μεσαίας τάξης και των νέων. Αυτή η απόφαση υπερβαίνει τον τρέχοντα πολιτικό χρόνο και τη λογική της μεγιστοποίησης του πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους. Αν αποζητούσε κάτι τέτοιο ο πρωθυπουργός, θα έδινε κάτι πιο «φανταχτερό» επικοινωνιακά και θα μοίραζε ακόμα περισσότερα χρήματα, ακόμα και αν δεν υπήρχαν, αυτό εξάλλου ζητούσαν το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό πρότειναν οι αρχηγοί τους.
ΑΥΤΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ απόφαση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν είναι τυχαία. Απαντά σε δίκαια αιτήματα, αλλά και σε μία τεράστια πρόκληση για το μέλλον, το δημογραφικό. Τα αιτήματα προέρχονται από τη μεσαία τάξη, τους ανθρώπους που μέσα στην κρίση «τράβηξαν το κάρο» σε πολύ μεγάλο βαθμό και δικαιούνται ένα δίκαιο μέρισμα από την ανάπτυξη. Από τους νέους, που μεγάλωσαν μέσα στη δεκαετία της κρίσης και δικαιούνται να έχουν δίκαιες ευκαιρίες για να δημιουργήσουν το μέλλον τους. Από τους ένστολους, που κάνουν μια δύσκολη δουλειά διαφυλάττοντας πολύτιμα κοινωνικά αγαθά, την ελευθερία, την ευνομία, το φυσικό μας περιβάλλον. Από τους συνταξιούχους, που βίωσαν την αδικία του νόμου Κατρούγκαλου, αυτή που -όπως προεκλογικά υποσχεθήκαμε- τελειώνουμε οριστικά.
ΑΠΑΝΤΑ, ΟΜΩΣ, και στη μέγιστη πρόκληση του δημογραφικού, μια πρόκληση με εθνικό και οικονομικό χαρακτήρα. Είναι απολύτως κρίσιμο να διατηρήσουμε τον πληθυσμό μας, είναι απολύτως απαραίτητο να το πετύχουμε μέσω αύξησης των γεννήσεων και όχι απλώς με την (απολύτως επιθυμητή) αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης. Να το πω απλά, ναι θέλουμε να ζούμε περισσότερο, αλλά θέλουμε ο πληθυσμός μας να αυξηθεί και με περισσότερες γεννήσεις. Τον εθνικό χαρακτήρα αυτής της πρόκλησης δεν χρειάζεται να τον αναλύσω περισσότερο, είναι αυτονόητος. Ο οικονομικός χαρακτήρας έχει να κάνει τόσο με το συνταξιοδοτικό -δεν πρέπει να ανατραπεί περαιτέρω η αναλογία εργαζομένων και συνταξιούχων- όσο και με την ίδια την αναπτυξιακή προοπτική. Μακροχρόνια ανάπτυξη με μειούμενο και όλο πιο γερασμένο πληθυσμό δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Γύρω από αυτήν την κεντρική πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών, ξεδιπλώνουμε και μία σειρά άλλων πολιτικών που λειτουργούν επιβοηθητικά. Από ολοήμερα σχολεία και θεσμούς όπως οι «νταντάδες της γειτονιάς» έως μεγαλύτερες και περισσότερες γονικές άδειες για τους γονείς.
ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΣΑ εξαγγέλθηκαν στη φετινή ΔΕΘ δεν θα ήταν εφικτό αν η χώρα δεν είχε καταφέρει πρώτα να σταθεροποιήσει και να αναβαθμίσει την οικονομία της. Η πρωτοφανής κυβερνητική παρέμβαση για τις οικογένειες, τη μεσαία τάξη και τους νέους δεν προέκυψε από συγκυριακή εύνοια, αλλά από μια συστηματική προσπάθεια που οδήγησε σε εντυπωσιακή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 9,2% την περίοδο 2019-2024. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης ήταν η δημιουργία πραγματικών πρωτογενών πλεονασμάτων – όχι εικονικών, όχι δανεικών, αλλά προϊόντων σκληρής δουλειάς, αύξησης της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας.
ΤΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ-ΡΕΚΟΡ των 11,4 δισ. ευρώ το 2024 και τα 4,5 δισ. ευρώ του πρώτου εξαμήνου του 2025 αποτελούν τον οικονομικό κορμό πάνω στον οποίο στηρίζεται η νέα φορολογική μεταρρύθμιση. Χωρίς αυτά, καμία ελάφρυνση δεν θα μπορούσε να σταθεί όρθια και καμία μόνιμη ενίσχυση δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπονομεύονται οι δημοσιονομικές ισορροπίες. Η μείωση του δημόσιου χρέους από το 183,2% του ΑΕΠ το 2019 στο 146,6% σήμερα και η σχεδιαζόμενη πρόωρη αποπληρωμή δανείων του πρώτου Μνημονίου αποδεικνύουν ότι η χώρα κερδίζει χώρο ελευθερίας και αξιοπιστίας.
ΑΥΤΗ Η ΣΤΑΘΕΡΗ πορεία δεν είναι απλώς μία δημοσιονομική επιτυχία, είναι η θεμελίωση ενός νέου οράματος για την Ελλάδα. Για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες, η χώρα μπορεί να μιλά με αυτοπεποίθηση για το μέλλον της, απαλλαγμένη από την ασφυξία του χρέους και τις αυταπάτες των εύκολων υποσχέσεων. Τα πλεονάσματα δεν επιστρέφουν στην κοινωνία ως πρόσκαιρα «δώρα», αλλά ως επένδυση στη νέα γενιά, στις οικογένειες και τη μεσαία τάξη, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της πατρίδας μας. Η ΔΕΘ δεν ήταν, λοιπόν, απλώς ένα βήμα αναγγελίας μέτρων, ήταν το σημείο εκκίνησης μιας Ελλάδας που κοιτά το 2050 με πίστη στις δυνάμεις της, με κοινωνική συνοχή και με οικονομία ικανή να σταθεί στην πρωτοπορία της Ευρώπης. Είναι το σύμβολο ότι η χώρα μπορεί να ξεπεράσει το παρελθόν της και να χτίσει, με σχέδιο και αποφασιστικότητα, μια νέα εποχή ευημερίας που θα ανήκει σε όλους.
