
Αντανακλά μια ουσιαστική αλλαγή της ευρωπαϊκής αντίληψης για την Ελλάδα με δεδομένο ότι η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας και η υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, έστω και αν τροφοδοτήθηκε σημαντικά από τον πληθωρισμό, έχουν αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της χώρας.
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως ειδική περίπτωση που χρήζει διαρκούς επιτήρησης, αλλά ως κανονικό μέλος της Ευρωζώνης που μπορεί να αναλάβει θεσμικό ρόλο. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι πολιτικές ισορροπίες εντός της ΕΕ. Η στάση της Ελλάδας σε καίρια ζητήματα –όπως η υποστήριξη της ευρωπαϊκής γραμμής στο ουκρανικό και η στάση έναντι της Ρωσίας– καθώς και ο ρόλος χωρών όπως το Βέλγιο στο ζήτημα των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων, συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ελληνική υποψηφιότητα.
Στην Ευρώπη, τέτοιες εκλογές δεν είναι ποτέ απλή αναγνώριση προσόντων, αλλά προϊόν συσχετισμών, συμβιβασμών και αμοιβαίων υποστηρίξεων. Το προσωπικό προφίλ του Κυριάκου Πιερρακάκη λειτούργησε επίσης ενισχυτικά. Ως τεχνοκράτης με εμπειρία στην ψηφιακή διακυβέρνηση και εικόνα μεταρρυθμιστή, είναι οικείος στις Βρυξέλλες και συμβατός με τη φιλοεπενδυτική, φιλομεταρρυθμιστική γλώσσα της σημερινής ευρωπαϊκής ελίτ.
Με την εκλογή του η Ελλάδα αποκτά άμεση πρόσβαση στο κέντρο λήψης αποφάσεων της Ευρωζώνης, με καλύτερη πληροφόρηση και δυνατότητα επηρεασμού της ατζέντας. Ο πρόεδρος του Eurogroup δεν εκπροσωπεί τη χώρα του, αλλά το σύνολο των κρατών μελών. Δεν μπορεί θεσμικά να «σφυρίζει» υπέρ της Ελλάδας. Ωστόσο, η θέση του επιτρέπει να προωθεί συζητήσεις και προσεγγίσεις που είναι συμβατές με τα συμφέροντα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, άρα και της Ελλάδας, σε θέματα όπως η ευελιξία των δημοσιονομικών κανόνων, η πράσινη μετάβαση και οι αναπτυξιακές επενδύσεις.
Αυτή όμως η εικόνα δεν αναιρεί τις πραγματικές προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται περίπου στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ ως προς την αγοραστική δύναμη, παραμένοντας η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ένωσης. Οι πραγματικοί μισθοί έχουν πληγεί από τον πληθωρισμό, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα εισοδήματα χρειάζονται ακόμη αρκετά χρόνια για να επανέλθουν στα επίπεδα του 2009. Την ίδια στιγμή, η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει χαμηλή, το παραγωγικό κενό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι σημαντικό και η οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από χαμηλή κεφαλαιακή ένταση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες χρηματοδότησης, ενώ ο δημόσιος τομέας, παρά τα βήματα ψηφιοποίησης, εξακολουθεί να εμφανίζει αδυναμίες στην εφαρμογή πολιτικών και να δημιουργεί γραφειοκρατικά εμπόδια. Κρίσιμη θα είναι η κατεύθυνση της νέας φορολογικής νομοθεσίας που αναμένεται το 2026 καθότι ένα σταθερό, προβλέψιμο και φιλικό προς την παραγωγή πλαίσιο θα μπορούσε να αξιοποιήσει στο έπακρο τους ευρωπαϊκούς πόρους και το βελτιωμένο κλίμα εμπιστοσύνης.
Σε πολιτικό επίπεδο, η εκλογή Πιερρακάκη ενισχύει την κυβέρνηση, προσφέροντάς της ένα ισχυρό αφήγημα «επιστροφής της Ελλάδας στον πυρήνα της Ευρώπης». Ταυτόχρονα, αναβαθμίζει το δικό του πολιτικό κεφάλαιο στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, ενισχύοντας το τεχνοκρατικό και κεντρώο του προφίλ.
Για την αντιπολίτευση, η πρόκληση είναι να αναγνωρίσει τη θεσμική σημασία της εξέλιξης, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στην απόσταση ανάμεσα στη βελτιωμένη διεθνή εικόνα και στις πιέσεις που υφίστανται τα νοικοκυριά. Συμπερασματικά, η προεδρία του Eurogroup για έναν Έλληνα υπουργό είναι ταυτόχρονα ευκαιρία και δοκιμασία. Ευκαιρία να ενισχυθεί η φωνή της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό διάλογο και να προωθηθούν πολιτικές που στηρίζουν την ανάπτυξη και τη σύγκλιση και δοκιμασία γιατί τα οφέλη της ανάπτυξης πρέπει να διαχυθούν στα ελληνικά νοικοκυριά. Άλλωστε στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας διαμορφώνονται συνήθως οι συσχετισμοί δυνάμεων σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Και από το 2026 μετράει αντίστροφα ο χρόνος για τις εκλογές.

