Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να ανακοινώσει τον δημοσιονομικό χώρο που προκύπτει από τον μη υπολογισμό των αμυντικών δαπανών στο έλλειμμα, για κάθε μια από τις 12 χώρες-μέλη (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), οι οποίες ζήτησαν τον περασμένο μήνα την ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες. Για την Ελλάδα, το ποσό αυτό μπορεί να κυμανθεί από τα 600 εκατ. ευρώ έως και το 1 δισ. ευρώ , ανάλογα με το ειδικό καθεστώς που θα ισχύσει για κάθε χώρα.
Η Λευκή Βίβλος
Ως γνωστόν, η «Λευκή Βίβλος» για τις δαπάνες άμυνας ορίζει ότι όριο αύξησης των αμυντικών δαπανών θα είναι το 1,5% του ΑΕΠ για όλα τα κράτη-μέλη, τα οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να κινούνται στα όρια του 4ετούς διαρθρωτικού και δημοσιονομικού πλαισίου. Δηλαδή, αν εξαιρεθούν οι αυξήσεις για άμυνα, το έλλειμμά τους δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ, ενώ όσες έχουν χρέος πάνω από το όριο τους 60% του ΑΕΠ, θα πρέπει να συνεχίσουν να το μειώνουν κατά τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ τον χρόνο.
Επιπλέον χώρος
Με βάση τα κείμενα της Κομισιόν, έτος αναφοράς για το υπολογισμό της αύξησης των αμυντικών δαπανών τίθεται το 2021, δηλαδή το έτος πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, η Ελλάδα μαζί με την Πολωνία θα βρεθούν σε ειδικό καθεστώς. Τούτο επειδή από το 2022 οι δύο χώρες καταγράφουν από τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες ανάμεσα στις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και παράλληλα με διαφορά τις υψηλότερες, στον μέσο όρο της Ε.Ε. Αν ισχύσει ως έτος αναφοράς το 2021, η αύξηση των ελληνικών αμυντικών δαπανών την περίοδο 2021 – 2025 φτάνει το 1,1 δισ. ευρώ. Αν πάλι λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα αυξάνει χρόνο με τον χρόνο της αμυντικές της δαπάνες, μετρηθεί η αύξηση από το 2024, τότε ο δημοσιονομικός χώρος περιορίζεται στα 580-600 εκατ. ευρώ.
Εφαρμογή
Το θετικό με την Ελλάδα είναι ότι η χώρα δεν θα έχει κανένα πρόβλημα με την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Μεσοπρόθεσμο Διαρθρωτικό και Δημοσιονομικό Σχέδιο αναφοράς 2025-2028 . Αυτό συμβαίνει επειδή και φέτος, ο Προϋπολογισμός αναμένεται να παρουσιάσει δημοσιονομικό πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος της αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 7% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις απαιτήσεις του Συμφώνου.