Η σύντομη λήξη του πολέμου Ιράν – Ισραήλ μπορεί να έφερε μία ανάσα ανακούφισης και στην Αθήνα, με τις διεθνείς τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου να αποκλιμακώνονται από το ύψος που είχαν φτάσει με το ξέσπασμα του πολέμου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αργή αποκλιμάκωση της τιμής της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης κατά περίπου τέσσερα σεντς κάθε μέρα, μέχρι να βρουν ένα σημείο ισορροπίας.
Σε ό,τι αφορά την ανοδική τάση στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, υπάρχει πάντα η λύση των επιδοτήσεων, μόλις η κιλοβατώρα ξεπεράσει τα 15 – 16 σεντς, οπότε και εκεί υπάρχει βαλβίδα διαφυγής.
Ωστόσο τα συναρμόδια υπουργεία Ανάπτυξης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών συνεχίζουν να ανησυχούν για τις ανατιμήσεις στις υπηρεσίες και πολύ περισσότερο για την επανεμφάνιση των ανατιμήσεων στα τρόφιμα με 2,6% τον Μάιο .
Σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες, τα συναρμόδια υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης αναγνωρίζουν ότι λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν άμεσα. Τα ενοίκια έχουν διψήφια αύξηση ( 10,8% ), η οποία όμως είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί, αφού βασίζεται στην έλλειψη προσφοράς κατοικίας. Το τουριστικό πακέτο, που καταγράφει επίσης διψήφια αύξηση, είναι επίσης πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, αφού έχουμε μπει ήδη στη θερινή περίοδο, κατά την οποία υπάρχει περιθώριο να ελεγχθεί μόνο η απόδοση του ΦΠΑ, αλλά όχι και το αν είναι «δίκαιες» οι τιμές στις οποίες διατίθενται τα καταλύματα.
Στον χορό των ανατιμήσεων συμμετέχουν τα εισιτήρια σε αεροπλάνα και πλοία. Σε ό,τι αφορά στις ακτοπλοϊκές μεταφορές, οι αυξήσεις εισιτηρίων επιβλήθηκαν λόγω της υποχρεωτικής χρήσης ακριβότερων «οικολογικών» καυσίμων, με οδηγία της Ε.Ε. Η κατακόρυφη άνοδος της τουριστικής κίνησης συμπαρασύρει αυξήσεις στην εστίαση και τις ενοικιάσεις οχημάτων. Παράλληλα, καταγράφονται «ανεξάρτητες» αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας, αυτοκινήτων και τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Με δύο λόγια, η αντιμετώπιση των ανατιμήσεων στις υπηρεσίες είναι δύσκολη υπόθεση.
Σαν να μην έφταναν οι υπηρεσίες, τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν τον Μάιο πολύ μεγάλη επιτάχυνση στις τιμές των τροφίμων, με τον σχετικό δείκτη να καταγράφει αύξηση 2,8% , από 1,7% τον Απρίλιο.
Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα άρχισαν να εμφανίζονται σιγά σιγά από τον Φεβρουάριο, όταν καταγράφηκαν αυξήσεις 0,2% , μετά από μια μικρή μείωση κατά 0,2% τον Ιανουάριο. Εκτοτε, η πορεία είναι αργά αλλά σταθερά ανοδική, μέχρι που φτάσαμε το 2,8% για τον Μάιο, ποσοστό που σήμανε συναγερμό στα συναρμόδια υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης. Την ανησυχία ότι οι ανατιμήσεις θα συνεχιστούν μεγαλώνει ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία, ο οποίος για τον Μάρτιο είχε μείωση 2,5%, αλλά για τον κλάδο των τροφίμων κατέγραφε αυξήσεις της τάξης του 6,7%. Το χειρότερο είναι ότι ο δείκτης τιμών εισαγωγών λειτουργεί ως πρόδρομος δείκτης για τα εισαγόμενα βιομηχανικά τρόφιμα και τις πρώτες ύλες τους επόμενους μήνες.
Είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος των νέων ανατιμήσεων αφορά τις εισαγόμενες πρώτες ύλες, οι οποίες είναι και χρηματιστηριακά προϊόντα. Συγκεκριμένα limit up έπιασαν οι τιμές στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων σε βασικές εισαγόμενες πρώτες ύλες, όπως το κακάο, ο χυμός πορτοκάλι, ο καφές, το κρέας, το γάλα και το βούτυρο, οδηγώντας σε ένα νέο περιβάλλον ανατιμήσεων στο ράφι.
Κρίσιμο σημείο είναι το τέλος Ιουνίου, οπότε λήγει και το καθεστώς ανώτερου ποσοστού κέρδους που ισχύει από την κρίση του 2022 και πήρε τελευταία τρίμηνη παράταση τον περασμένο Μάρτιο. Ωστόσο, τόσο η βιομηχανία τροφίμων όσο και τα σούπερ μάρκετ αντιμετωπίζουν ως αιτία πολέμου μία νέα παράταση θεωρώντας ότι πλέον τα κέρδη τους είναι οριακά.
Αναζητώντας λύσεις
Στην αναζήτηση μιας λύσης, τα συναρμόδια υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης θα ξεκινήσουν επισταμένους ελέγχους στις τιμές κωδικό προς κωδικό, με στόχο να εντοπίσουν αν ο εισαγόμενος πληθωρισμός συναντά σε κάποιες περιπτώσεις την εγχώρια κερδοσκοπία παρά το πλαφόν τιμής που ισχύει από το 2022.
Η επόμενη ενδεχόμενη κίνηση είναι συναντήσεις με τους μεγάλους πρωταγωνιστές του κλάδου των τροφίμων, με εκκλήσεις για απορρόφηση όσο δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των αυξήσεων.
Επίσης, είναι πιθανό να κινηθούμε ξανά προς την πόρτα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού, την οποία είχε χτυπήσει 9 μήνες νωρίτερα ο πρωθυπουργός, ζητώντας τον έλεγχο τιμολόγησης για τις πολυεθνικές οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και άλλες μικρές χώρες της Ε.Ε., διαμορφώνοντας υψηλά επίπεδα τιμών κρατώντας και τον μέσο πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα.

