Ποια είναι τα συναισθήματα και η εμπειρία από το νέο αυτό τηλεοπτικό εγχείρημα;
Νίκος Ψαρράς: Ξεκινήσαμε τα γυρίσματα τέλος Ιουλίου και θα κρατήσουν σίγουρα μέχρι το Πάσχα. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή η ιστορία, με ιντρίγκαρε πάρα πολύ ο Μανώλης Σταβέρης. Ενώ φαινομενικά είναι ένας άνθρωπος του υποκόσμου, αφού οι δουλειές του έχουν να κάνουν με τη νύχτα, και ζει μια πολυτελή ζωή, όλος ο κόσμος του καταρρέει. Αυτό νομίζω πως είναι το ενδιαφέρον σε αυτήν την ιστορία. Ενας άνθρωπος του υποκόσμου ψάχνει να βρει τον νόμο και Δικαιοσύνη και ένας άνθρωπος που υπηρετεί τη Δικαιοσύνη πέφτει στην παρανομία.
Πώς είναι η συνύπαρξη με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη;
Νίκος Ψαρράς: Περνάμε πολύ ωραία, καθώς είμαστε και πολύ φίλοι με τον Κωνσταντίνο. Τον είχα φιλοξενήσει και στο σπίτι μου στο Λος Αντζελες το 2005, κάναμε παρέα, αλλά περάσαμε και δύο υπέροχα χρόνια στον «Φάρο».
Η σειρά κάνει πρεμιέρα απόψε… Εχεις «δημιουργικό» άγχος για την πρεμιέρα και την αποδοχή από το κοινό;
Νίκος Ψαρράς: Αγχος έχουμε όλοι, καθώς, όταν κάνεις μια δουλειά, θέλεις να τη δει το κοινό. Χωρίς το κοινό, η δουλειά σου δεν υπάρχει. Οπότε, βεβαίως, θέλουμε να τη δει το κοινό και να την αγαπήσει. Αλλά, από την άλλη, είμαι ήσυχος, έχω δει τα τρία από τα τέσσερα επεισόδια, είμαι πολύ περήφανος για το αποτέλεσμα. Πολύ περήφανος για την εικόνα, τη φωτογραφία, τη σκηνοθεσία, βλέπω νέα παιδιά που πάντα τα καμαρώνω, μένω με το στόμα ανοιχτό με τι άνεση παίζουν δύσκολα πράγματα.
Είσαι πολλά χρόνια στον χώρο και είσαι από τους πλέον επιτυχημένους και καταξιωμένους ηθοποιούς. Συνεχίζεις να παρακολουθείς την τηλεθέαση;
Νίκος Ψαρράς: Ολοι την παρακολουθούμε. Οταν την παρακολουθεί το κανάλι και σου λέει «Πάει πολύ καλά, μπράβο» ή «Δεν πάει όπως περιμέναμε», μοιραία σε αγχώνει. Στην τελική, όμως, η τηλεθέαση αφορά μόνο το κανάλια. Για παράδειγμα, πέρυσι ήμουν σε μια σειρά του ALPHA, στη «Διάφανη αγάπη», που δεν έκανε τα νούμερα που περιμέναμε. Παρά το γεγονός αυτό, ήταν μία εξαιρετική δουλειά. Στον δρόμο, εισέπραττα ότι το έβλεπε ο κόσμος. Βλέπω, επίσης, πως κάνουν νούμερα σειρές που μάλλον ο κόσμος δεν θέλει να σκεφτεί κάτι όταν τις βλέπει. Υπάρχουν καταπληκτικές σειρές που γίνονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και προσπαθούμε για ένα καλό αποτέλεσμα. Επίσης, υπάρχουν και σειρές που θυμίζουν πάρα πολύ τη δεκαετία του ’90, αυτό είναι λυπηρό. Οταν, λοιπόν, βλέπω τέτοιες πρόχειρες δουλειές να κάνουν νούμερα, ανησυχώ, λέω «Οπα, τι γίνεται, βρε φίλε, δεν μπορεί αυτό το πράγμα να το βλέπει κόσμος…».
Καταλήγουμε, όμως, ότι το επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης είναι καλύτερο από αυτό που ήταν κάποτε;
Βλέπω πως τα τελευταία χρόνια, που ξανάρχισε η μυθοπλασία, ανεβαίνει ο πήχης, και σωστά ανεβαίνει, καθώς ο ανταγωνισμός είναι μέσα στο σπίτι μας. Και δεν είναι ανταγωνισμός με το απέναντι κανάλι, είναι πλατφόρμες παγκόσμιας εμβέλειας που κάνουν θαύματα…
Από την εποχή που έμενες στις ΗΠΑ, τι κρατάς;
Κρατάω πολλά, αυτό που είμαι σήμερα το οφείλω στα 6,5 χρόνια που πέρασα εκεί. Εφυγα τον Σεπτέμβριο του 1999 και επέστρεψα τέλος του 2005, για να ξεκινήσω γυρίσματα για τη σειρά «Οι μάγισσες της Σμύρνης». Ωραία, αλλά και δύσκολα ταυτόχρονα χρόνια, που άντεχα. Σήμερα, αν ήμουν εκεί, δεν θα άντεχα τις κακουχίες, δεν θα άντεχα να ξαναφτιάξω ένα σπίτι, να ξεκινήσω εκ του μηδενός. Οταν είσαι νέος, έχεις αντοχές, ενώ, όταν μεγαλώνεις, ψάχνεις τη βολή σου, θέλεις να είσαι κάπου άνετα, σίγουρος. Πλέον, υπάρχει και μία οικογένεια, τότε ήμουν μόνος μου. Επίσης, να πω ότι είχα κρατήσει για ένα διάστημα τον ατζέντη που είχα, έκανα οντισιόν από εδώ και τις έστελνα στον ατζέντη μου μέσω κασέτας. Εκλεισα επεισόδιο τότε στο «Nip/Tuck», αλλά έπρεπε να λείψω δέκα ημέρες, είχα γυρίσματα εδώ και φουλ θέατρο, οπότε δεν έγινε. Αλλάζουν τα πράγματα, θα με ενδιέφερε, όμως, πάρα πολύ να είμαι σε ξένες παραγωγές. Να είμαι σε διεθνή σίριαλ, σε ταινίες, αλλά πρέπει να τα ξέρεις εγκαίρως. Δυστυχώς ή ευτυχώς, εδώ τα θέατρα τα κλείνουν 1-2 χρόνια πριν, οπότε είναι μια δέσμευση προς τους συναδέλφους, αλλά και μια ηθική δέσμευση.
Κάνοντας έναν απολογισμό, νιώθεις πλήρης γι’ αυτά που έχεις κάνει εντός και εκτός Ελλάδος; Γιατί πολλοί ηθοποιοί προσπάθησαν να κάνουν διεθνή καριέρα, αλλά δεν είναι εύκολο.
Σε αυτήν τη δουλειά, ποτέ δεν μπορείς να νιώσεις πλήρης. Γιατί έρχεται ένας καινούργιος ρόλος, μία καινούργια πρόκληση και πάντα ξεκινάς από το μηδέν. Πάλι πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι καλός, πάλι πρέπει να έρθει κόσμος να σε δει, αυτοί που έχουν βάλει τα λεφτά τους να χαίρονται που σε έχουν εσένα επικεφαλής, οπότε δεν προλαβαίνεις να νιώσεις πλήρης. Και ίσως αυτό να είναι και το πολύ ωραίο αυτής της δουλειάς, ότι δεν εφησυχάζεις ποτέ, πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος για τους ρόλους που έρχονται.
Η οικογένειά σου πώς το διαχειρίζεται όλο αυτό το φορτωμένο πρόγραμμα;
Η οικογένεια είναι πολύ χαρούμενη, γιατί το καλοκαίρι, ενώ είχα προτάσεις για παραστάσεις της Επιδαύρου, δεν πήγα και κάναμε διακοπές. Από την άλλη, η οικογένεια ξέρει πολύ καλά ότι για να συνεχίσουμε να ζούμε πρέπει να εργαζόμαστε.
Φέτος, σε συναντάμε σε ένα πολύ ωραίο και απαιτητικό έργο στο θέατρο, «Τελευταία έξοδος – Ρίτα Χέιγουορθ», στο Θέατρο Ανεσις…
Το ετοιμάζαμε 1,5 χρόνο. Το κείμενο στηρίζεται κατά πολύ στο διήγημα του Στίβεν Κινγκ και στην ταινία. Μια πολύ δύσκολη παράσταση για εμάς, αλλά ταυτοχρόνως μια παράσταση που τελειώνει με φως. Αυτό είναι πολύ ωραίο, γιατί υπάρχει μια κάθαρση και σ’ εμάς και στους θεατές. Ο Αντι, που υποδύομαι, είναι ένας άνθρωπος που κατά λάθος μπήκε στη φυλακή με δις ισόβια και για 19 χρόνια ήλπιζε. Το έργο μιλάει για τη φιλία, την ελπίδα, την ανθρωπιά, απλώς όλα αυτά τα βλέπουμε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Ξέφυγε και έφτασε εκεί όπου ονειρευόταν, σε ένα ψαροχώρι στο Μεξικό, με μια βάρκα να ψαρεύει. Σε κάποιο σημείο του έργου, λέει: «Ξαπλώνω στην αμμουδιά, βουτάω στον ωκεανό και κοιμάμαι σε ένα δωμάτιο με ανοιχτά παράθυρα»… Αυτή η φράση νομίζω ότι όλους μάς συγκινεί, όλοι θα θέλαμε αυτό, ειδικά με την αγριότητα που υπάρχει γύρω μας παγκοσμίως.
Οντως, ζούμε σε μια εποχή έντονης αγριότητας. Πώς τα βλέπεις ως πολίτης, πατέρας, γονέας όλα αυτά που συμβαίνουν;
Τα τελευταία 15 χρόνια, από τότε που μπήκαμε στην οικονομική κρίση, οι ευχές που έδιναν όλοι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά ήταν να είναι η επόμενη χρονιά καλύτερη από την προηγούμενη. Και πάντα ήταν χειρότερη. Πήγαμε να πάρουμε μια ανάσα, ήρθε η πανδημία Covid-19, που άλλαξε πολύ τον κόσμο. Ο εγκλεισμός, που ήρθε σαν ένας τεράστιος βράχος πάνω μας, έχει κάνει τον κόσμο να είναι άγριος. Θυμάμαι πως ήμασταν πάντα ένας κόσμος με φιλότιμο, με κέφι, με αισιοδοξία και βλέπεις πολύ θυμωμένο κόσμο και είναι πολύ λυπηρό. Ως γονέας, ανησυχώ πολύ, ανησυχώ για τον ίδιο μου τον γιο, του μιλάμε καθημερινά, τα παιδιά επηρεάζονται από όλα αυτά που βλέπουν από τις οθόνες ή τα σχολεία. Τα παιδιά θεωρούν ότι η ευτυχία είναι τα πολλά χρήματα, το να μην εργάζεσαι και να έχεις πολλά χρήματα, που είναι όνειρο απατηλό. Είναι, όμως, μια πολύ προικισμένη γενιά, λες και έχει βγει από άλλο εργοστάσιο από εμάς. Με φοβερές γνώσεις, φοβερή άνεση στα ηλεκτρονικά και, από την άλλη, με φοβερές ευαισθησίες. Νομίζω πως θα δώσουν πολλές απαντήσεις αυτά τα παιδιά όταν θα μεγαλώσουν, γιατί εμείς ζούμε τα απόνερα των δικών μας γονέων, της φοβερής σπατάλης, της γης, της ενέργειας, που απλώς προσπαθούμε λίγο να μαζέψουμε…
Ειδήσεις Σήμερα
Τηλεθέαση: Γλέντια στη βραδινή ζώνη της Κυριακής
Eurovision 2026: Απίστευτος αριθμός συμμετοχών για τον εθνικό τελικό
Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Η λαμπερή εμφάνιση, το πάρτι με τον Αργυρό και οι εκλεκτοί καλεσμένοι
Αγγελική Νικολούλη: «Σπαράζει» καρδιές με το «αντίο» στη μητέρα της
Νότης Σφακιανάκης: Η σύζυγός του έδινε μάχη με τη νόσο Πάρκινσον – Οι τελευταίες της στιγμές

