Παιδικά χρόνια
Τα σκληρά παιδικά του χρόνια (ο βίαιος πατέρας του είναι ουσιαστικά απών, με την παρουσία του να σημαίνει ξυλοδαρμό, διαζύγιο, δεσποτικός πατριός, απορριπτικοί παππούς και γιαγιά) έχουν ως αποτέλεσμα μια δύσκολη εφηβεία. Μπαρκάρει ως ναυτικός εμπορικού πλοίου, παντρεύεται και χωρίζει μέσα σε τρεις μήνες και εν συνεχεία προσπαθεί να εξωθήσει τη 17χρονη σύζυγό του στην πορνεία, αρραβωνιάζεται με την τρανσέξουαλ εγχειρισμένη στην Καζαμπλάνκα, Μπελίντα, κατατάσσεται στον στρατό, αλλά απολύεται και από εκεί σε ελάχιστο διάστημα, λόγω «ψυχικής νόσου». Ο μόνος δρόμος που δείχνει «ανοιχτός» είναι αυτός της παραβατικής ζωής, τον οποίο μαθαίνει να υπηρετεί καλά δημιουργώντας μάλιστα και προσωπικό ύφος.

Η διαδρομή στην παρανομία ξεκινά ληστεύοντας χοιροτρόφο στα Σπάτα, αλλά οι επόμενες ενέργειες θα είναι πολύ πιο εντυπωσιακές. Στις 16 Νοεμβρίου 1973, όταν η αστυνομική δύναμη της πρωτεύουσας βρίσκεται συγκεντρωμένη στο Πολυτεχνείο, ο 24χρονος Βενάρδος φτάνει στη διασταύρωση των οδών Πρατίνου-Νηρηίδων στο Παγκράτι οδηγώντας μια εντυπωσιακή Τζάγκουαρ που έχει κλέψει λίγη ώρα νωρίτερα από πάρκινγκ στο Κολωνάκι. Ο «ξερακιανός νέος με τη μαύρη κελεμπία, το μαύρο πλατύγυρο καπέλο και το λευκό μαντίλι στο πρόσωπο», κατά τις εφημερίδες, μπαίνει στο εκεί υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, πλησιάζει με ψύχραιμα βήματα το ταμείο, βγάζει μια κοντόκαννη καραμπίνα από την καμπαρντίνα και δίνει μια πλαστική σακούλα στον υπάλληλο λέγοντάς του χαμηλόφωνα: «Ασε κάτω το τηλέφωνο και φέρε μου τα χρήματα». Οταν φεύγει οπισθοχωρώντας, κρατώντας το όπλο, υπάλληλοι και πελάτες της τράπεζας τον παρακολουθούν έντρομοι με τα χέρια σηκωμένα, ενώ μια γυναίκα που ενημερώνει τηλεφωνικά την αστυνομία για τη ληστεία εν συνεχεία λιποθυμά.

Απόδραση
Συλλαμβάνεται ενάμιση μήνα μετά έξω από ένα οπλοπωλείο, αλλά τρεις μήνες αργότερα, 24 Απριλίου 1974, δραπετεύει με κινηματογραφικό τρόπο από τις φυλακές Κορυδαλλού: Παίζοντας βόλεϊ με συγκρατούμενό του, πετά την μπάλα εκτός του εξωτερικού τοίχου και ζητά από τον φύλακα να πιάσει την μπάλα. Οταν αυτός το κάνει, ο Βενάρδος σκαρφαλώνει στο συρματόπλεγμα, πηδά από την τεσσάρων μέτρων ύψους μάντρα της φυλακής και γίνεται άφαντος.
Επανεμφανίζεται στη «δράση» και στα πρωτοσέλιδα με την πιο εντυπωσιακή του ενέργεια. Στις 9.10 το πρωί της 24ης Μαΐου 1974 ένας όμορφος νεαρός ντυμένος με στολή υπαλλήλου βενζινάδικου, μεγάλα μαύρα γυαλιά και καπέλο τζόκεϊ μπαίνει στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη διασταύρωση των οδών Αγχιάλου και Βορείου Ηπείρου στον Κολωνό, κρατώντας μια μεγάλη ανθοδέσμη με δώδεκα γλαδιόλες. Αιφνιδιαστικά, πετά την ανθοδέσμη με τις γλαδιόλες, η οποία κρύβει μια κοντόκαννη καραμπίνα και δίνει στον έντρομο ταμία μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών λέγοντάς του: «Ληστεία! Πέτα τα λεφτά μέσα!». Παίρνει 555.000 χιλ. δρχ. και διαφεύγει προς το Μπουρνάζι με ένα κλεμμένο από την Εκάλη αυτοκίνητο Ρόβερ. Αν και δεν αφήνει πίσω του ίχνη, από την πρώτη στιγμή η αστυνομία εκφράζει τη βεβαιότητα ότι δράστης είναι ο Βενάρδος.
Διαφεύγει ως λαθρεπιβάτης σε νορβηγικό σκάφος στο οποίο επιβιβάζεται με κλεμμένη ταυτότητα, αλλά όταν φτάνει στις ΗΠΑ, οι αρχές τον συλλαμβάνουν αφού δεν διαθέτει ταξιδιωτικά έγγραφα και βίζα και εν συνεχεία τον απελαύνουν στην Ελλάδα. Στο αεροπλάνο της επιστροφής μάλιστα γοητεύει τις αεροσυνοδούς με την ομορφιά, τους ευγενικούς του τρόπους αλλά και τα αρώματα που κερνά όλο το πλήρωμα. Η αστυνομία είναι τόσο ευτυχής για την άκοπη σύλληψη του διάσημου καταζητούμενου που καλεί τους δημοσιογράφους να τον γνωρίσουν και να ρωτήσουν ό,τι θέλουν, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Βενάρδο να δώσει τη δική του «παράσταση».
Εχοντας δίπλα του τον αστυνομικό διευθυντή Αττικής αρχικά δεν θέλει φωτογραφίες γιατί «όταν ήμουν ελεύθερος και ζητούσα κάποιον να πω δυο κουβέντες, δεν βρισκόταν κανείς». Για την απόδραση επικαλείται το ανθρώπινο δικαίωμα για ελευθερία και τον θυμό του όχι γιατί τον κούρεψαν αλλά για τον τρόπο με τον οποίο το έκαναν, τονίζει ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του εγκληματία αφού δεν σκότωσε κανέναν («Κλέφτης ναι, αλλά όχι φονιάς. Και τι κλέφτης. Δίνω λουλούδια και μου δίνουν χρήματα»), ζητά χάρη για μπαρκάρει ξανά, ενώ ξαφνιάζει η απάντησή του στην ερώτηση γιατί έκανε τη δεύτερη ληστεία: «Δεν την έκανα για τα χρήματα, αλλά για εκτόνωση. Ηταν μια αντίδραση, ένα ξέσπασμα. Δεν ξέρω πώς να σας το πω. Ημουν κλεισμένος σαν το αγρίμι στο κλουβί και ήθελα να κάνω κάτι για να αντιδράσω. Λεφτά δεν μου χρειάζονταν».
Δίκη
Στη δίκη που ακολουθεί ο Βενάρδος, περικυκλωμένος από θαυμάστριες, προσπαθεί να επωφεληθεί από το κλίμα που υπάρχει μετά την πτώση της δικτατορίας χαρακτηρίζοντας τη δράση του ως αντιστασιακή, ενώ λέει ότι προγραμμάτιζε τη δολοφονία του «αόρατου δικτάτορα» Ιωαννίδη. Οι δικαστές όμως έχουν άλλη άποψη και τον καταδικάζουν σε συνολική κάθειρξη 20 ετών και επτά μηνών.
Η ζωή πίσω από τα σίδερα
Ο Βενάρδος αγαπά με πάθος τη μητέρα του και την αδελφή του, ίσως γιατί αποτελούν τις μοναδικές σταθερές της ασταθούς ζωής του. Η πρώτη προσπαθεί να τον υπερασπιστεί λέγοντας όμως παράλληλα ότι δεν το έκανε όταν εκείνος ήταν παιδί: «Μα δεν είναι και Κοεμτζής. Ο Θόδωρος μπορεί να έχει άλλες γρουσουζιές, αλλά φονιάς δεν είναι. Και ούτε πρόκειται να γίνει. Αυτό σας το λέω εγώ που είμαι η μάνα του. Εχω και εγώ ίσως κάποια ευθύνη για το κατάντημα του παιδιού μου. Εζησα μακριά του».

Παρά τις σκληρές συνθήκες κράτησης (απομόνωση, ασφυκτικός έλεγχος για πιθανή απόδραση, συνεχείς μεταγωγές, βασανιστήρια) ο Βενάρδος αντεπεξέρχεται κατακτώντας τον σεβασμό των συγκρατουμένων. Ο παλιός του φίλος από την Παλατιανή, Βαγγέλης Ρωχάμης, θυμάται έναν χαρισματικό κρατούμενο: «Ηταν ωραίος τύπος ο Θόδωρος, όλοι κρεμόντουσαν απ’ το στόμα του». Γράφει ασταμάτητα, μετατρέπει το κελί του σε γραφείο αιτήσεων, ενώ δανείζει κάποια από τα πολλά βιβλία που διαβάζει. Μελετά Ποινική Δικονομία και Σωφρονιστικό Κώδικα, δείχνοντας έναν άνθρωπο που θέλει να γνωρίσει τον μηχανισμό του συστήματος ώστε να το πολεμήσει εκ των έσω. Οι τοίχοι του κελιού του, γεμάτοι με φωτογραφίες από ωραίες γυναίκες που αλληλογραφούν μαζί του. Αλληλογραφεί παθιασμένα με την Αννα, με την οποία μάλιστα αρραβωνιάζονται μέσα στη φυλακή.

Σταδιακά, όμως, όσο οι συνεχείς αιτήσεις αποφυλάκισης απορρίπτονται, η βαριά πόρτα της φυλακής γίνεται δυσβάστακτη για τον Βενάρδο και την ασταθή ψυχολογία του. Κάνει δεκάδες απόπειρες αυτοκτονίας αυτοτραυματιζόμενος, χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο, καταπίνει λάμπες, καρφιά και κάθε είδους αντικείμενα ώστε να βρεθεί στο νοσοκομείο και να νιώσει λίγο ελεύθερος. Η καταφυγή του στα ναρκωτικά, που μέχρι τότε κατηγορούσε, είναι το τελευταίο σκαλοπάτι στην πτώση που ολοκληρώνεται όταν βρίσκεται κρεμασμένος με σεντόνι από σωλήνα κεντρικής θέρμανσης στο κελί 82…
Ειδήσεις Σήμερα
- Ειρήνη Μουρτζούκου: Στην VIP πτέρυγα του Κορυδαλλού – Αντέδρασε η Πισπιρίγκου – Τι αποκάλυψε με το υπόμνημά της η 25χρονη
- Ειρήνη Μουρτζούκου: Εριξε τη βόμβα «Η μητέρα του Παναγιωτάκη ευθύνεται για τη δολοφονία του μικρού»
- Ελληνοαμερικανικό ινστιτούτο: Εκπαιδεύοντας τους λομπίστες του αύριο
- Πάτμος: Το νησί της Αποκάλυψης με τις παραλίες για κάθε γούστο
- Θερινές εκπτώσεις: Πρεμιέρα αύριο – Tι να προσέξετε
- Ρουβίκωνας: Τα «τάγματα εφόδου», η εισαγγελική παρέμβαση και η προσαγωγή
- Αμαξοφοβία: Τι είναι και πώς αντιμετωπίζεται
- Γιάννης Πρετεντέρης: Το άρθρο του μετά την βομβιστική επίθεση