Ενα εγχείρημα χωρίς προηγούμενο, οργανωμένο από τον ΕΟΣ Αθηνών, με ελάχιστες πληροφορίες, χωρίς Σέρπα, χωρίς τεχνική υποστήριξη, μόνο με την αποφασιστικότητα μιας γενιάς που ήθελε να δοκιμάσει τα όριά της. Η αποστολή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, εξαιτίας χιονοστιβάδας λίγες ώρες πριν από την προσπάθεια για την κατάκτηση της κορυφής. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν τρία άτομα, εκ των οποίων οι δύο Ελληνες Τάκης Μπουντόλας και Κλήμης Τσατσαράγκος. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Χρήστος Λάμπρης, ένα από τα μέλη που έζησαν την τραγωδία του 1985 και σώθηκαν από θαύμα, επέστρεψε στο ίδιο σημείο, μαζί με τον Πάνο Χλωροκώστα και μία ομάδα 39 ανθρώπων. Η επιστροφή αυτή δεν ήταν μία απλή ανάβαση, αλλά ένα ταξίδι μνήμης και φόρου τιμής.

Αγνοια
Το 1985, ο Χρήστος Λάμπρης ήταν 26 ετών. Είχε μεγαλώσει στα Τζουμέρκα, «ένα χωριό που το βουνό το έχεις στην αυλή σου», όπως λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής. Η ορειβασία είχε μπει στη ζωή του λίγο αργότερα, μέσω του ΕΟΣ Αθηνών. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. «Ημασταν δέκα άνθρωποι από διάφορους συλλόγους. Ενθουσιώδεις, αποφασισμένοι και ανυποψίαστοι. Σήμερα το λέω καθαρά, δεν ξέραμε τι θα πει Ιμαλάια. Δεν ξέραμε ούτε το βουνό ούτε τη συμπεριφορά του. Ελάχιστες πληροφορίες, και αυτές παλιές». Η αποστολή έφτασε στο Κατμαντού γύρω στις 10 Σεπτεμβρίου του 1985. Δέκα μέρες αργότερα, ξεκινούσε η πορεία για το Base Camp. Οταν έφτασαν, μπήκαν αμέσως στη διαδικασία εγκατάστασης των camps. «Μόνοι μας. Δεν είχαμε Σέρπα. Δεν υπήρχε υποστήριξη. Κουβαλούσαμε ό,τι βλέπεις σήμερα να κουβαλάνε δεκαπέντε Νεπαλέζοι. Τη διαδρομή την ανοίγαμε μόνοι μας. Ανέβα-κατέβα δέκα φορές για να μεταφέρεις υλικό».

Και σαν να μην έφτανε αυτό, μία δυνατή κακοκαιρία τούς κράτησε καθηλωμένους για πάνω από μία εβδομάδα. «Ούτε πρόγνωση ούτε τίποτα. Μόνο τα μάτια μας και το ένστικτό μας. Χάσαμε χρόνο, τότε, αλλά θέλαμε την κορυφή». Στις 22 Οκτωβρίου 1985, η ομάδα είχε στήσει το Camp 3. Την επόμενη μέρα, οι ορειβάτες θα επιχειρούσαν να ανέβουν στην κορυφή. Δεν πρόλαβαν. «Ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος και μετά… σκοτάδι. Η χιονοστιβάδα μάς πήρε όλους. Με παρέσυρε 600 μέτρα κάτω. Οταν σταμάτησα, δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ. Είχα σπασμένα πλευρά και το γόνατό μου ήταν διαλυμένο. Τα δύο παιδιά, ο Τάκης και ο Κλήμης, σκοτώθηκαν. Τα σώματά τους παραμένουν έως σήμερα μέσα στον παγετώνα. Για καλή μου τύχη, ο Μιχάλης Τσουκιάς είχε κατορθώσει να ξεφύγει από την πτώση του στη χιονοστιβάδα. Βρήκε τα σκόρπια υλικά της κατασκήνωσης, μου έφερε έναν υπνόσακο και ένα μισοσπασμένο αντίσκηνο, με έβαλε μέσα να περάσω τη νύχτα και έφυγε για να φέρει βοήθεια», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.

Η διάσωση του Χρήστου Λάμπρη ήταν υπεράνθρωπη προσπάθεια της υπόλοιπης ομάδας, μια ενέργεια που τιμήθηκε με το βραβείο Fair Play της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. «Χρειάστηκαν τρεις μέρες μέχρι να με κατεβάσουν στη βάση του βουνού, όπου μπορούσε να προσεδαφιστεί το ελικόπτερο για να με πάρει. Οι πιθανότητες επιβίωσης από ένα τέτοιο ατύχημα είναι ελάχιστες και η διάσωσή μου από τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής ήταν ένας πραγματικός άθλος, που ελάχιστες φορές έχει επαναληφθεί στα Ιμαλάια. Ειλικρινά πιστεύω ότι, αν ήμασταν αποστολή κάποιας άλλης χώρας, θα με άφηναν εκεί. Ο κίνδυνος ήταν τεράστιος», λέει ο Χρήστος.

Συγκίνηση
Φέτος, 40 χρόνια μετά, ο Χρήστος Λάμπρης και ο Πάνος Χλωροκώστας βρέθηκαν ξανά στην Αναπούρνα. «Δεν πήγαμε να ανέβουμε. Πήγαμε να θυμηθούμε», λέει ο Χρήστος. Εφτασαν έως το Base Camp, μίλησαν με τους νεότερους ορειβάτες, μοιράστηκαν φωτογραφίες και ιστορίες. «Ηταν σαν να ξαναζούσαμε τη διαδρομή βήμα βήμα. Μόνο που αυτήν τη φορά ήμασταν η ομάδα της μνήμης, όχι της ανάβασης». Η συγκίνηση ήταν διάχυτη. Οι νεότεροι ταξιδιώτες αγκάλιασαν την ιστορία των δύο παλιών με απρόσμενο σεβασμό. «Δεν το περίμενα. Τα παιδιά έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον. Μας ρώτησαν για λεπτομέρειες, μας άκουγαν με προσοχή».

Η επιστροφή στην Αναπούρνα, όμως, έκανε τον Χρήστο Λάμπρη να συνειδητοποιήσει και κάτι ακόμη. Ο παγετώνας δεν ήταν πια ο ίδιος. «Εχει λιώσει πάρα πολύ. Εκεί όπου το 1985 υπήρχε μόνο πάγος, τώρα βλέπεις βράχια. Είναι σοκαριστική η εικόνα. Το βουνό έχει αλλάξει μορφή». Η εικόνα αυτή γέννησε στον Χρήστο Λάμπρη μία νέα επιθυμία. Να επιστρέψει με ελικόπτερο και να εξερευνήσει από αέρος την περιοχή όπου χάθηκαν οι δύο σύντροφοι. «Τώρα που υποχωρεί ο πάγος, ίσως εμφανιστεί κάτι. Θέλω να το ξαναδοκιμάσω σε μία χρονιά που θα έχουν λιώσει τα χιόνια. Είναι σαν μία εσωτερική υπόσχεση», λέει.

Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του, ο Χρήστος Λάμπρης δεν εγκατέλειψε ποτέ την ορειβασία. Αντίθετα, συνέχισε και έγινε επαγγελματίας οδηγός σε διεθνείς αποστολές στις Αλπεις, στα Ιμαλάια και τη Λατινική Αμερική. «Δεν φοβήθηκα μετά. Ισως έπρεπε, αλλά δεν φοβήθηκα. Η ορειβασία είναι κομμάτι της ζωής μου. Μεγάλωσα στα Τζουμέρκα, το βουνό ήταν πάντα δίπλα μου». Αναγνωρίζει, ωστόσο, πως το 1985 η ομάδα είχε υποτιμήσει κάποιους κινδύνους. «Ξέραμε τι σημαίνει ορειβασία, αλλά δεν ξέραμε τι σημαίνουν Ιμαλάια. Σήμερα έχεις μετεωρολογικά δελτία, δορυφορικές εικόνες, Σέρπα, διαδρομές. Τότε είχαμε μόνο την κρίση μας και όχι πάντα τα κριτήρια».

Ενδιαφέρον

Παραδόξως, η τραγωδία του 1985 δεν απέτρεψε αλλά, αντιθέτως, τροφοδότησε το ελληνικό ενδιαφέρον για την ορειβασία. «Τη χρονιά εκείνη γράφτηκαν 60 άτομα στη σχολή του ΕΟΣ Αθηνών. Συνήθως ήταν 20-25. Κάπως τότε ο κόσμος θέλησε να μάθει περισσότερα και να ασχοληθεί με την ορειβασία». Σαράντα χρόνια μετά, η Αναπούρνα εξακολουθεί να ζει μέσα στον Χρήστο Λάμπρη με εκείνον τον διττό τρόπο που μόνο τα μεγάλα βουνά μπορούν να αφήσουν στους ανθρώπους τους, ως πληγή και ως φως. «Γυρίσαμε εκεί για να πούμε ένα “ευχαριστώ” και ένα “δεν σας ξεχάσαμε”. Γιατί σε έναν παγετώνα, σε μία πλαγιά, σε μία ιστορία 40 χρόνων, υπάρχουν άνθρωποι που λείπουν. Και άνθρωποι που συνεχίζουν. Κι εμείς συνεχίζουμε για όλους», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.

