Η εικόνα που αποτυπώνεται μέσα από την πρώτη φάση της μελέτης για τη φυσική αναγέννηση των κωνοφόρων είναι ενθαρρυντική, καθώς καταδεικνύει ότι τα μεσογειακά πευκοδάση διαθέτουν δυναμικό επαναφοράς, παρά τις τεράστιες απώλειες. Πλέον, η συνολική κάλυψη του εδάφους από βλάστηση είναι σε πολύ καλά επίπεδα, γεγονός που υποδηλώνει τη μειωμένη πιθανότητα να υποστεί διάβρωση από τον άνεμο ή τη βροχή.
Η μελέτη, που υλοποιείται με ανάθεση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στη μελετητική εταιρεία ΜΕΛΙΑ Α.Ε., πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας της Θράκης. Στόχος είναι η εκτίμηση του δυναμικού φυσικής αναγέννησης των δύο κύριων ειδών κωνοφόρων της περιοχής, της τραχείας πεύκης (Pinus brutia) και της μαύρης πεύκης (Pinus nigra).
Στο πρώτο στάδιο, που ολοκληρώθηκε το 2025, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες σε 180 θέσεις εντός του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου. Οι θέσεις κατανεμήθηκαν ανάμεσα σε τρεις κατηγορίες δριμύτητας καύσης (χαμηλή, μέση, υψηλή) και σε διαφορετικά καθεστώτα μεταπυρικής διαχείρισης (αδιατάρακτες, περιοχές υλοτομίας και περιοχές με αντιδιαβρωτικά έργα). Η δειγματοληψία επικεντρώθηκε στην ποσοτική καταγραφή νεαρών αρτιβλάστων και στη συλλογή δεδομένων για παράγοντες όπως η κάλυψη βλάστησης, το μικροανάγλυφο και οι μεταπυρικές παρεμβάσεις.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η μεταπυρική αναγέννηση, εκφρασμένη μέσω του αριθμού εγκατεστημένων νεαρών πεύκων άνω των έξι μηνών ανά τετραγωνικό μέτρο, παρουσίασε μεγάλη διακύμανση — από 0 έως 26 άτομα/m², με μέση πυκνότητα 0,78 άτομα/m². Η πυκνότητα αυτή θεωρείται ικανοποιητική, καθώς υπερβαίνει αντίστοιχες μελέτες σε νησιωτικά οικοσυστήματα όπου καταγράφηκαν μέσες τιμές 0,30 ή 0,36 άτομα/m². Για πρώτη φορά τεκμηριώνεται επιστημονικά ότι η δριμύτητα της φωτιάς αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που επηρεάζει τη μεταπυρική αναγέννηση της τραχείας πεύκης. Οι υψηλότερες πυκνότητες καταγράφηκαν σε θέσεις χαμηλής και μέσης δριμύτητας, ενώ οι περιοχές υψηλής δριμύτητας εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερη αναγέννηση.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Η μελέτη ανέδειξε επίσης τον ρόλο της μεταπυρικής διαχείρισης. Οι θέσεις όπου διατηρήθηκε το νεκρό ξύλο ή εφαρμόστηκαν ήπιοι χειρισμοί παρουσίασαν υψηλότερη αναγέννηση, σε αντίθεση με περιοχές αποψιλωτικής υλοτομίας. Παράλληλα, η έκθεση, η κλίση και τα χαρακτηριστικά της βλάστησης αποδείχθηκαν κρίσιμες μεταβλητές που επηρεάζουν την αναγέννηση.
ΘΕΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Σε αυτή τη φάση δεν είναι εφικτή η διάκριση νεαρών ατόμων τραχείας πεύκης από μαύρη πεύκη, γεγονός που περιορίζει την εξαγωγή συμπερασμάτων σε μικτές θέσεις. Τα υπόλοιπα δασικά είδη παρουσιάζουν επίσης θετική εικόνα. Στις θέσεις χαμηλής και μέτριας δριμύτητας καύσης καταγράφηκε έντονη αναβλάστηση από ρείκια, βελανιδιές και φιλύκια, ενώ η λαδανιά εμφανίζεται με μεγάλη πυκνότητα από φύτρωση σπερμάτων. Τα ρείκια φαίνεται να ευνοούν τη φυσική αναγέννηση των πεύκων, ενώ οι λαδανιές λειτουργούν ανταγωνιστικά. Η ανάπτυξη των ειδών βελανιδιάς είναι ιδιαίτερα δυναμική, όπως και όλων των ειδών που αναβλαστάνουν.
Ο ΣΤΟΧΟΣ
«Η μελέτη αποτελεί το πρώτο ολοκληρωμένο στάδιο ενός ευρύτερου προγράμματος παρακολούθησης, που θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Στόχος του έργου είναι η παρακολούθηση της εξέλιξης της φυσικής αναγέννησης σε βάθος χρόνου και ο εντοπισμός περιοχών όπου μπορεί να απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα αποκατάστασης. Τα ευρήματα της πρώτης φάσης αναδεικνύουν τη δυναμική ανθεκτικότητα των μεσογειακών πευκοδασών και υπογραμμίζουν την ανάγκη στοχευμένης διαχείρισης στις πιο υποβαθμισμένες εκτάσεις, παρέχοντας πολύτιμα δεδομένα για τον σχεδιασμό των επόμενων δράσεων», αναφέρεται σε ανακοίνωση της Εταιρείας Προστασίας Βιοποικιλότητας της Θράκης.

