Θα παρουσιαστεί ως ο ηγέτης που δεν δίστασε να πάρει δύσκολες αποφάσεις για το καλό της χώρας, που επωμίστηκε το πολιτικό βάρος, αλλά που δεν ανέχεται πια να «τσαλακώνουν» την εικόνα του. Εντάξει, τίποτα από αυτά δεν του βγήκε.
Δεν είναι εύκολο πράγμα το rebranding, ειδικά σε έναν μικρό τόπο όπως η Ελλάδα, όπου όλοι γνωριζόμαστε. Η χώρα μας μάτωσε από τα Μνημόνια και η κοινωνία σήκωσε στην πλάτη της ένα τρίτο, αχρείαστο πακέτο, με την ευθύνη να ανήκει ολοκληρωτικά στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Οι μνήμες που ξύπνησε στον ελληνικό λαό το αίτημα του Αλέξη Τσίπρα είναι οδυνηρές, αλλά και πολύτιμες. Διότι μας θύμισαν στιγμές και γεγονότα που κάλλιστα θα ταίριαζαν σε σενάριο πολιτικού θρίλερ -με εμβόλιμες χιουμοριστικές στιγμές-, βγαλμένο από το Χόλιγουντ. Μόνο που δεν ήταν μυθοπλασία, ήταν οι ζωές μας.
Οι διαπραγματεύσεις Βαρουφάκη, η ρήξη με τους εταίρους, η απόφαση για δημοψήφισμα, το σοκ των Ευρωπαίων, το κλείσιμο των τραπεζών, η διάλυση της οικονομίας και οι χιλιάδες προσωπικές χρεοκοπίες. Αυτά ήθελε να μας θυμίσει ο Αλέξης Τσίπρας ή το «ντου» του Λαφαζάνη στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών με τη δήθεν είδηση ότι ο Πούτιν θα μας στείλει ρούβλια;
Και μόνο οι παραδοχές του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, στη συνέντευξή του στον ΑΝΤΙ1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου, πως άκουγε από το οικονομικό επιτελείο της τότε κυβέρνησης αναλύσεις που τον άφηναν άφωνο ή πως όταν έμαθε τις προθέσεις Τσίπρα προσπάθησε να τον συνεφέρει λέγοντας «δεν θα γίνω ο Πρόεδρος της δραχμής» αρκούν για να καταλάβουμε το κλίμα που επικρατούσε: τρόμος, ανασφάλεια και αβεβαιότητα, ό,τι, δηλαδή, ακριβώς ένιωθαν και οι πολίτες όταν στέκονταν έξω από τις ουρές των ΑΤΜ.