Γιατί, για μία ακόμη φορά, η αδιάβαστη, όχι μόνο λόγω ταχύτητας ειδικά στα τηλεοπτικά και ηλεκτρονικά μέσα, δημοσιογραφία πήρε το ύφος και ντύθηκε την ενδυμασία του συμμετέχοντος στο πένθος. Αυτή η δημοσιογραφία του σπαραγμού, του δέους, της συμφοράς, της ανατριχίλας και του απαραίτητου κλισέ περί σκηνών αρχαίας τραγωδίας, τελικά, παρουσιάζεται ως συνεργός στη διαιώνιση μιας, εν προκειμένω, κοινής εγκληματικής συμπεριφοράς, εντός και πέριξ του φέρετρου. Ενισχύοντάς την, μάλιστα, με τη μετατροπή της σε δακρύβρεκτο τηλεοπτικό σενάριο όπου στο τέλος του βγαίνουν όλοι αθώοι, γιατί είχανε κι αυτοί και οι άλλοι τα δίκια τους.
Λες και στέρεψε το πλούσιο λεξιλόγιο της γλώσσας μας, η συνεχής επανάληψη περί των σκηνών της αρχαίας τραγωδίας που εκτυλίχτηκαν κατά τη διάρκεια της μακράς πομπής προς το νεκροταφείο και η ηχητική απόδειξη των οιμωγών της χήρας του δολοφονηθέντος απογύμνωσαν την όποια προσπάθεια αποτύπωσης ενός πραγματικού γεγονότος και το μετέτρεψαν σε παράσταση που περισσότερο προκαλούσε παρά ενημέρωνε για την εικόνα της στιγμής.
Αλλωστε, ο όρος «αρχαία τραγωδία» στη σημερινή εποχή, για τους γνωρίζοντες πάνω από τα βασικά, συμβολίζει την πολιτιστική κληρονομιά, ως πυλώνας της ελληνικής ταυτότητας και του δυτικού πολιτισμού, την ιστορική συνέχεια, τη σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, την αλληγορία του ανθρώπινου δράματος που προέρχεται από τη σύγκρουση εξουσίας και ήθους, δικαιοσύνης και ήθους. Από τη μοίρα. Σε καμιά περίπτωση από την προκατασκευασμένη «λεβεντιά», τα «οικογενειακά», όπως βαφτίζεται η βεντέτα στην Κρήτη και την επίμονη επίδειξη του εκσυγχρονισμένου οπλοστασίου.
Μέσα στην ένταση του επιτόπιου ρεπορτάζ, αλλά κυρίως την παντελή έλλειψη όχι μόνο βασικών γνώσεων αλλά και αξιολογικής κρίσης από την πλευρά και των ρεπόρτερ, αλλά και των συντονιστών παρουσιαστών μικρών και μεγαλύτερων σε εμβέλεια καναλιών, πέρασε σαν κάτι φυσιολογικό και ανάξιο ειδικού ή δηκτικού σχολιασμού η αναφορά στις δημόσιες προτροπές της χήρας -μάνας 6 ανήλικων παιδιών- να τηρήσουν το «έθιμο» της εκδίκησης και να μην ξεχάσουν ποτέ αυτούς που σκότωσαν τον πατέρα τους! Κοινή διαπίστωση πολλών πως εάν αυτές οι υψηλής έντασης προτροπές είχαν ακουστεί σε κανονική ευρωπαϊκή χώρα θα είχαν άμεσα ενεργοποιηθεί οι Αρχές, σύμφωνα με τον Νόμο 927|1979 για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, καθώς και το άρθρο 184 του Π.Κ. του 2019.
Ψιλά γράμματα, ίσως να πείτε αλλά αυτή η αντίληψη που κυριαρχεί, ακόμη και στα ανώτατα επίπεδα της πολιτικής και της Δικαιοσύνης, να αποφεύγουν τη ρήξη υπό το καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, έχει πολλάκις αποδειχθεί ως η αιτία διαιώνισης όχι μόνον της εθιμικής παρανομίας και της επιβολής της σε μερίδα της κοινωνίας, αλλά και ως επίσης συνεργός. Ακριβώς όπως λειτούργησε, έστω άθελά του κυρίως ο τηλεοπτικός χώρος που πιθανώς να άνοιξε και πάλι για μία ακόμη ηρωοποίηση μέσω νέας σειράς τύπου «Σασμού».
Και «γιατί να το κρύψωμεν, άλλωστε;». Το «έθιμο» της αλόγιστης οπλοχρησίας στην Κρήτη δοξάστηκε παλαιότερα, μάλιστα επισήμως, από τις πολιτικές ηγεσίες του τόπου άμα τη αφίξει πρωθυπουργών στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Οπου η, τότε, ανοχή μετεξελίχθηκε σε νεοπαγές έθιμο τα λαμπρά αποτελέσματα του οποίου καταγράφονται στα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τα οποία οι κατασχέσεις όπλων στην Κρήτη, το 2024, έφτασαν τις 1.142, ενώ οι συλλήψεις για παραβάσεις του νόμου περί όπλων ήταν 677.