Το ξενοδοχείο, τελικά, τους δέχθηκε (προφανώς θα την «πάτησαν» κάποιοι άλλοι επισκέπτες), αλλά οι περιπέτειες δεν σταματούν εκεί. Οταν έφθασαν βρήκαν αντικείμενα των προηγούμενων ενοίκων στις ντουλάπες και το ρεύμα έπεφτε συχνά, παρόλο που η γύρω περιοχή ηλεκτροδοτούνταν κανονικά. Η ειλικρινής ευγένεια των εργαζομένων αντιστάθμισε την καμένη ασφάλεια, όμως δεν είμαστε πια στην εποχή του rooms to let, που η καλόκαρδη ιδιοκτήτρια ισορροπούσε την έλλειψη επαγγελματισμού με ένα ζεστό χαμόγελο.
Ο τουρισμός είναι σοβαρή υπόθεση. Οχι επειδή πουλάμε ήλιο και θάλασσα, αλλά επειδή οι τουρίστες, Ελληνες και ξένοι, περιμένουν έναν ολόκληρο χρόνο για να περάσουν καλά μία εβδομάδα. Θέλουν να ξεκουραστούν, να αφήσουν πίσω τις έγνοιες τους και να περάσουν χρόνο με τους αγαπημένους τους. Αν στα μεμονωμένα περιστατικά, όπου η ευθύνη ανήκει στις επιχειρήσεις, προσθέσουμε και τα προβλήματα που προκύπτουν κατά καιρούς από τις γερασμένες υποδομές, τότε ο προβληματισμός μεγαλώνει. Οι φυσικοί πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι και η διαχείριση κρίσιμων υπηρεσιών σε περιοχές που βλέπουν τον πληθυσμό να υπερπολλαπλασιάζεται τους θερινούς μήνες αποδεικνύεται σχεδόν άλυτη εξίσωση.
Σε επίπεδο εθνικών υποδομών έχει γίνει σοβαρή δουλειά, όμως απαιτούνται έργα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Από τη διαχείριση των υδάτων –υπάρχουν ακόμα περιοχές που κόβεται το νερό συγκεκριμένες ώρες, για να ποτιστούν οι καλλιέργειες- μέχρι την καθαριότητα και την ανακύκλωση. Πρέπει οι δήμοι και οι περιφέρειες να ανασκουμπωθούν και να τρέξουν γρήγορα έργα που θα διασφαλίζουν την ασφάλεια και την ποιότητα της διαμονής κατοίκων και επισκεπτών. Ομως, η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για κάτι εύκολο και σίγουρα δεν είναι ξεκομμένο από την κεντρική διοίκηση. Χρειάζονται νομοθετικά εργαλεία, τεχνογνωσία, επαρκές προσωπικό και πολλά, πολλά χρήματα.
Το ερώτημα «Τι τουρισμό θέλουμε;» επανέρχεται διαρκώς στη δημόσια συζήτηση. Μήπως, όμως, μέχρι να αποφασίσουμε, να αναρωτηθούμε τι τουρισμό μπορούμε να εξυπηρετήσουμε;