Η συνέντευξη του πρωθυπουργού στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ είχε δύο ξεκάθαρα μηνύματα, ένα προς το εσωτερικό και ένα προς το εξωτερικό της χώρας. Ας αρχίσουμε από το δεύτερο: Αν θέλει η Τουρκία να μπει στο SAFE, δηλαδή στα ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα είναι -ας πούμε- καλοδεχούμενη, αλλά πρώτα θα πρέπει να αποσύρει από το τραπέζι το casus belli. Αλλιώς η Ελλάδα θα αξιοποιήσει το πολύτιμο εργαλείο του βέτο με όποιον τρόπο νομίζει και, κυρίως, στον χρόνο που θα κρίνει.
Βλέπετε, η άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής χαράσσεται πολυδιάστατα και μακροπρόθεσμα με συγκεκριμένο σχεδιασμό και μοναδικό γνώμονα τα συμφέροντα της χώρας. Δεν αλλάζει ανάλογα με το «θέμα της ημέρας», δεν παρασύρεται από τους τίτλους των σάιτ, όπως νομίζει και όπως τελικά πράττει η αντιπολίτευση.
Στο προσεχές διάστημα θα γίνει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και θα υπάρξει συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν. Οι δίαυλοι επικοινωνίας Ελλάδας-Τουρκίας παραμένουν ανοιχτοί, ο διάλογος συνεχίζεται και πρέπει να συνεχίζεται ακόμα και κυρίως όταν διαφωνούμε. Αλλωστε, πάντα υπάρχουν και ζητήματα που λειτουργούν win win, όπως για παράδειγμα η συνεργασία στο Μεταναστευτικό, που μέχρι στιγμής έχει αποδώσει μειωμένες ροές στο Αιγαίο αλλά και όπως η συμφωνία για τη βίζα στους Τούρκους επισκέπτες. Οι συμφωνίες αυτές δεν μειώνουν, αντιθέτως ενισχύουν τη δύναμη της χώρας. Θυμίζουμε ότι αυτή η κυβέρνηση προχώρησε στη δημοσίευση των χαρτών του θαλάσσιου χωροταξικού που κατοχύρωσε, επισήμως και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα απώτατα δυνητικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Και αυτό μας φέρνει στο πρώτο μήνυμα του πρωθυπουργού: Οτι ακόμα και το εργαλείο του SAFE θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από την πλευρά της Ελλάδας με τρόπο ώστε να αλλάξει τη συμπεριφορά της Τουρκίας, φυσικά προς όφελός μας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το είπε για να το ακούν εκείνοι που «θρέφονται μονίμως από μία ένταση με την Τουρκία και δεν μπορούν να υπάρξουν εάν δεν είμαστε “σκοτωμένοι” με την Τουρκία πολιτικά». Αλλά αυτό είναι δικό τους πρόβλημα, όχι της χώρας.