Η δεύτερη εστιάζει στα βιώματα και τις πεποιθήσεις του καθενός μας, δεν έχει σημείο αναφοράς την πραγματικότητα, παίρνει ό,τι και όποιες διαστάσεις επιδιώκουμε εμείς. Η πραγματολογική αλήθεια ξέρουμε τι δουλειά κάνει. Ενα και ένα ίσον δύο. Η συναισθηματική αλήθεια είναι πιο περίεργη κατάσταση.
Περιγράφει την αλήθεια των συναισθημάτων και των πεποιθήσεων ενός ανθρώπου, ανεξάρτητα από το αν τα γεγονότα που παρουσιάζονται είναι ακριβή ή όχι. Ολο αυτό το ξαναείδαμε την τελευταία εβδομάδα, κυρίως, στην επικαιρότητα των social – στην ισχυρότερη πλέον εκδοχή της πραγματικής ζωής- με αφορμή δύο αντικειμενικά συγκλονιστικά γεγονότα: Τον θάνατο του τρίχρονου κοριτσιού και τη σύλληψη της Αλγερινής μητέρας του. Και την αυτοπυρπόληση της 67χρονης δημοσιογράφου στον υπαίθριο χώρο της Αίγλης του Ζαππείου.
Δύο γεγονότα εκτός των ορίων που έχουμε εκπαιδευτεί να αποδεχόμαστε ως «ακραία, αλλά συμβαίνουν». Η ειδησεογραφία των τραγικών καθημερινών γεγονότων έχει θέσει από μόνη της αυτά τα όρια για δύο λόγους: Πρώτον, για να τα ξεπερνάει. Και δεύτερον, για να δοκιμάζει τις αντιδράσεις των ανθρώπων στο πόση κανονική αλήθεια αντέχουν, χωρίς να τη φιλτράρουν από τον συναισθηματισμό και τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Στην περίπτωση του κοριτσιού, παρά τα πραγματολογικά χαρακτηριστικά της υπόθεσης για τα οποία μόνο η Δικαιοσύνη μπορεί να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα, κυριάρχησε το γεγονός ότι η μητέρα άφησε το παιδί της να πεθάνει στη θάλασσα διότι ήταν μετανάστρια και το σκληρό σύστημα στην Ελλάδα θα την οδηγούσε στη φυλακή ή στην απέλαση ή όπου αλλού εκτός από το να τρέξει σε ένα νοσοκομείο, όπως ορίζει το γονεϊκό ένστικτο, ανεξάρτητα από τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις για τον γονέα. Συναίσθημα μαζί με ιδεολογικό υπόβαθρο, παραγνώρισαν αρκετά από τα μέχρι τώρα γνωστά πραγματολογικά στοιχεία της υπόθεσης.
Στην περίπτωση της αυτοπυρπόλησης της δημοσιογράφου, η προσέγγιση εστίασε στη φράση που φέρεται να είπε πριν περιλούσει τον εαυτό της με βενζίνη: «Δεν έχω να φάω». Ανθρωποι του περιβάλλοντός της είπαν δημοσίως ότι αυτό δεν ίσχυε και ότι η δυστυχής γυναίκα αντιμετώπιζε «βαριά ψυχική νόσο» για πολλά χρόνια και αρνείτο να δεχθεί ιατρική βοήθεια παρά τις έντονες πιέσεις της οικογένειάς της. Εντούτοις, κυριάρχησε η συναισθηματική – ιδεολογική εκδοχή της πραγματικότητας, από την ήπια έως την πιο σκληρή λεκτική της εκδοχή, για την κοινωνία, για την κυβέρνηση, για ό,τι βάλει ο νους του καθενός στη διαδικασία κατασκευής εχθρών. Για ακόμα μία φορά επιβεβαιώνεται ότι οι πεποιθήσεις κάνουν χειρότερη ζημιά στην κανονική αλήθεια από όση το ίδιο το ψέμα…