Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ψύχρανση Ευρώπης-Αμερικής και το αυξημένο ενδιαφέρον Ρωσίας-Κίνας για την Αρκτική, σε συνδυασμό με τις βλέψεις της Ουάσιγκτον στη Γροιλανδία, έχουν ανοίξει έντονο πολιτικό διάλογο στο Ρέικιαβικ.
Μολονότι η δημιουργία στρατού δεν βρίσκεται ακόμη στο τραπέζι, η ισλανδική κυβέρνηση δεσμεύτηκε στους συμμάχους του ΝΑΤΟ να δαπανήσει για την άμυνα πολύ περισσότερο από το 0,01% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό. Αν και δεν ανήκει στην Ε.Ε., η Ισλανδία συμμετέχει στη Σένγκεν και διαπραγματεύεται με τις Βρυξέλλες μια συμφωνία ασφαλείας.
Ιδιόμορφη περίπτωση από τα γεννοφάσκια, η Ισλανδία των 400.000 ψυχών τυγχάνει το μόνο ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ χωρίς στρατό και μυστικές υπηρεσίες. Εξαιρείται από τις υποχρεώσεις αμυντικών δαπανών και μέχρι πρόσφατα η Ακτοφυλακή της ασχολούνταν μόνο με την προστασία των αλιευτικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ. Τελευταία, όμως, το σώμα έχει «στρατιωτικοποιηθεί» με συστήματα αεράμυνας.
H ισλανδική Ακτοφυλακή διαχειρίζεται και την παλιά αμερικανική βάση του Κέφλαβικ, όπου τα τελευταία χρόνια μετασταθμεύουν Αμερικανοί στρατιώτες και βομβαρδιστικά.
Κατά τον καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέικιαβικ, Βαλούρ Ινγκιμούνταρσον, η Ισλανδία, για ιστορικούς λόγους, δεν θα αποκτήσει ποτέ ένοπλες δυνάμεις. «Δεν έχουμε στρατό, εδώ και αιώνες. Το καθεστώς άοπλης χώρας είναι ιερό για το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας και αποτελεί στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας», υποστήριξε.
Ριγμένη από τους αρχαίους σκανδιναβικούς θεούς της φωτιάς νοτίως του Αρκτικού Κύκλου, ανάμεσα στη Γροιλανδία και τη Βρετανία, με μέγεθος περίπου όσο η Κούβα ή η Πορτογαλία, η Ισλανδία επέτρεπε στο ΝΑΤΟ να παρατηρεί τις κινήσεις των σοβιετικών -αργότερα ρωσικών- υποβρυχίων στον Βόρειο Ατλαντικό. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την κατέλαβαν οι Βρετανοί και αργότερα οι Αμερικανοί, για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Αμέσως μετά ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έγραψε: «Οποιος κατέχει την Ισλανδία σημαδεύει σταθερά με ένα πιστόλι την Αγγλία, την Αμερική και τον Καναδά».