Παρ’ όλα αυτά, επιβεβαιώνεται ότι οι ΗΠΑ παραμένουν η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο, κυρίως από την άποψη των εξοπλισμών, της τεχνολογίας αλλά και στον τομέα των πληροφοριών. Ο Τραμπ πήρε την απόφαση να συνταχθεί με τον πιο σκληρό τρόπο στο πλευρό του Ισραήλ, απέναντι από το καθεστώς των μουλάδων και να στείλει το μήνυμα στους συμμάχους τους, τη Ρωσία και την Κίνα. Αναμφίβολα, επικίνδυνη και με τεράστιο ρίσκο κίνηση με χαρακτηριστικά, όμως, αναγκαστικής προσγείωσης στην πραγματικότητα.
Ενας από τους μεγαλύτερους Ισραηλινούς συγγραφείς, ο Αμος Οζ, ειρηνιστής και φανατικός υποστηρικτής της λύσης των δύο κρατών -Ισραήλ και Παλαιστίνης- στην τελευταία δημόσια ομιλία της ζωής του, στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, τον Ιούνιο του 2018: «Σε όλη μου τη ζωή θεωρούσα, και το θεωρώ ακόμη, ότι το απόλυτο κακό είναι η επιθετικότητα, η επιβολή. Και συχνά για να σταματήσει η επιβολή απαιτείται βία […] Δύο μακρινές μου συγγενείς, νεαρές Γερμανοεβραίες, πέρασαν χρόνια σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτοί που τις απελευθέρωσαν δεν ήταν ειρηνιστές με τα συνθήματά τους, με κλαδάκια ελιάς και περιστέρια, ήταν στρατιώτες των Συμμάχων, με κράνη και οπλοπολυβόλα». («The Books’ Journal», τ. 165, Ιούνιος 2025)
Δύο 24ωρα μετά την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για προθεσμία δύο εβδομάδων, ώστε να βρεθεί πολιτικά και διπλωματικά ήπιος τρόπος εξομάλυνσης της πολεμικής σύρραξης Ισραήλ – Ιράν, ο Τραμπ έδωσε εντολή στις αμερικανικές δυνάμεις να βομβαρδίσουν τις τρεις κύριες πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν -στη Νατάνζ, στο Ισφαχάν και στο Φορντό – προειδοποιώντας πως αν δεν υπάρξει άμεση ανταπόκριση από την Τεχεράνη υπέρ της ειρήνης, οι ΗΠΑ είναι έτοιμες για νέα χτυπήματα.
Ολος ο κόσμος επένδυσε για λίγο στη μαγική δύναμη της διπλωματίας ενώ η Ευρώπη είχε ήδη βρει έναν καλό λόγο να ξυπνήσει από τον διπλωματικό της λήθαργο και να αναλάβει πρωτοβουλία, κάτι που δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει. Ετσι, τόσο η ίδια όσο και ο υπόλοιπος κόσμος ξύπνησαν τη νύχτα της Κυριακής από τους θορύβους των έκτακτων ειδοποιήσεων σε κινητά και tablets των μέσων ενημέρωσης για τους βομβαρδισμούς.
Η υπεροπλία των ΗΠΑ, μοιραία, περιορίζει τις δυνατότητες της διπλωματίας και αυτό, δυστυχώς, καθορίζει και τους όρους υπό τους οποίους θα γίνει η εμπλοκή οποιασδήποτε επιπλέον χώρας. Από το ’45 και μέχρι τώρα, το 2025, η κατοχή πυρηνικών και η απειλή χρήσης τους λειτουργούσε ως εργαλείο, έστω και αναγκαστικής, προσαρμογής στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό δεν ισχύει πια…