Πλην, βεβαίως, της κυβέρνησης που μπορεί να έχει τα δικά της σοβαρά θέματα να αντιμετωπίσει, αλλά κατέδειξε ακόμα περισσότερο το χάσμα που τη χωρίζει από τον αντιπολιτευτικό ορυμαγδό, σε επίπεδο πολιτικής συμπεριφοράς, νομικής και εν γένει επιχειρηματολογικής τεκμηρίωσης. Οι εμφανέστατες διαφορές δεν είναι μόνο πολιτικές, αλλά πολιτισμικές, και, σε μεγάλο βαθμό, ηθικές.
Οι ομολογουμένως ασυνήθιστα υψηλοί και επί προσωπικού τόνοι του Κυριάκου Μητσοτάκη είχαν τις εξηγήσεις τους. Το βάρος της κατηγορίας περί «εσχάτης προδοσίας» δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό. Αυτό καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι στηρίχθηκε κυρίως από την εκδοχή των σημερινών ενοίκων του Κοινοβουλίου, που δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την ιστορική γνώση και την πολιτική εμπειρία. Και το έλλειμμα αυτό αντικαταστάθηκε, όπως είδαμε, από τον συνδυασμό ακρότητας, κυνισμού και παρεκτροπών. Ο πρωθυπουργός κατήγγειλε τη «χυδαία προσπάθεια μετατροπής ενός συλλογικού δράματος σε άθλια πολιτική σκευωρία». Πίσω από αυτήν τη φράση -ανεξάρτητα από το αν στηρίζει ή όχι κάποιος τη σημερινή κυβέρνηση- βρίσκεται η θεμελιώδης αιτία του θεάματος της πολιτισμικής παρακμής που παρακολουθήσαμε σε ζωντανή σύνδεση μέχρι τα ξημερώματα της Πέμπτης.
Και ας μη γελιόμαστε. Μόνο ως θέαμα, και μάλιστα κακοστημένο, μπορούσε κάποιος πνευματικά υγιής και μετρημένος άνθρωπος να δει όλα όσα ξεδιπλώθηκαν στη Βουλή, ευτυχώς μόνο από ένα συγκεκριμένο κομμάτι της αντιπολίτευσης. Αυτό που, παρά τις ακραίως αντίθετες απόψεις του, μπήκε με εξαιρετική άνεση κάτω από την ομπρέλα της εσχάτης… ασχετοσύνης, μόνο και μόνο για να κατοχυρώσει τη θέση του στο ανθολόγιο του ανορθολογικού καιροσκοπισμού και λαϊκισμού, όσο και αν καταχρηστικά συστήνεται ως «προοδευτικός».
Και ένα ακόμα (σχεδόν) πολιτικό συμπέρασμα από τη συζήτηση στη Βουλή. Η τοξικότητα παραμένει ακλόνητη και εντός του Κοινοβουλίου. Εντούτοις το ξενύχτι της Τετάρτης προς Πέμπτη την εξέθεσε ακόμα περισσότερο στα μάτια (και στα αφτιά) της σκεπτόμενης κοινής γνώμης…