Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Στουρνάρας επαινεί δημοσίως τη Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο δεδομένης της θέσης του ως επόπτης του τραπεζικού συστήματος. Ομως φαίνεται πως ούτε και η πορεία και λειτουργία της τράπεζας είναι συνηθισμένη.
Από τη μία είναι το οικονομικό σκέλος, που σαφώς και είναι σημαντικό. Για τραπεζικό ίδρυμα άλλωστε μιλάμε, όχι για ΜΚΟ. Η τράπεζα από τη Θεσσαλία κατάφερε να έχει ένα βιώσιμο και κερδοφόρο επιχειρηματικό μοντέλο, χωρίς να χρειαστεί κρατική ενίσχυση ή ανακεφαλαιοποίηση. Κατάφερε, δε, να διαχειριστεί τα «κόκκινα» δάνεια με τέτοιον τρόπο που από 45% που ήταν τη διετία 2014-2016, σήμερα να βρίσκεται σε μονοψήφιο ποσοστό και μάλιστα χωρίς τη συνδρομή του σχεδίου «Ηρακλής» ή κάποιου servicer.
Ομως δεν είναι μόνο τα νούμερα που κάνουν ένα τραπεζικό ίδρυμα επιτυχημένο, αλλά και η αποδοχή που έχει από την κοινωνία. Δηλαδή από τις σχέσεις εμπιστοσύνης που κτίζει, στην περίπτωση των συνεταιριστικών τραπεζών με την τοπική κοινωνία, όπου κάθε απόφαση έχει -κυριολεκτικά- ονοματεπώνυμο. Αυτό φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα μιας μικρής επιχείρησης και ταυτόχρονα η αχίλλειος πτέρνα γενικά για την ελληνική κοινωνία: η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, στη Δημόσια Διοίκηση, στα κόμματα, στο τραπεζικό σύστημα, ακόμα και στους νόμους.
Σε όσες ευρωπαϊκές έρευνες και αν έχουν γίνει, οι Ελληνες βρίσκονται διαρκώς στις πρώτες θέσεις της λίστας με τους πιο επιφυλακτικούς πολίτες. Μια «εθνική» ανασφάλεια και γκρίνια, που εν μέρει δικαιολογείται από παθογένειες και λάθη δεκαετιών, διότι στο κάτω κάτω η εμπιστοσύνη είναι κάτι που κερδίζεται. Ομως, ταυτόχρονα, η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζουμε το λεγόμενο «σύστημα» ανατροφοδοτείται από τον πολιτικό τοξικό λόγο, ειδικά αυτόν που υποστήκαμε στα χρόνια των Μνημονίων όταν κάθε τι θεσμικό στοχοποιούταν από τους δήθεν αντισυστημικούς. Χρειάζεται λοιπόν πολλή δουλειά και από τις δύο πλευρές για να αποκατασταθεί αυτή η σχέση.