Ηταν μία από τις πιο οικείες μορφές, ένας χειμαρρώδης άνθρωπος και καλλιτέχνης, ένας αστείρευτος δημιουργός. Ο,τι και να πούμε για τα τραγούδια που γέννησε, ανέθρεψε και μας χάρισε απλόχερα θα είναι λίγο. Εγραψε και τραγούδησε για τα καλοκαίρια και τους χειμώνες μας, για τους έρωτες και τις απώλειές μας, τις νίκες και τις ήττες μας, ήταν εκεί στα δύσκολα και στα εύκολα, ήταν παρών στα νεανικά πάρτι και στις διαδηλώσεις. Συνδιαμορφωτής της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, ευρηματικός, ασύγκριτος παραμυθάς, ανατρεπτικός περφόρμερ, από τους τελευταίους μεγάλους που έβγαλε αυτή η χώρα, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν μια βαθιά πολιτικοποιημένη προσωπικότητα, που ποτέ δεν μάσησε τα λόγια του. Ουδέποτε αμφισβητήθηκε η δημοκρατικότητά του, ουδέποτε έθεσε τις αρχές του σε διαπραγμάτευση. Ακόμα και στα πέτρινα χρόνια της χούντας. Τότε που φυλακίστηκε δύο φορές -στο κελί εκεί έγραψε το «Δημοσθένους Λέξις»- και η λογοκρισία «έκοβε» τα τραγούδια του. Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ανέσυραν από την πολύτιμη αρχειοθήκη τους τα τεκμήρια με τα οποία αποδεικνύεται ότι το καθεστώς προσπάθησε να λογοκρίνει το εμβληματικό «Ζεϊμπέκικο». Η επιτροπή ελέγχου ήθελε να κοπούν οι στίχοι «ο πατέρας μου ο μπάτης ήρθε απ’ τη Σμύρνη …. όσοι αγαπούνε τρώνε βρόμικο ψωμί» και «ώσπου οι τροχιές μας συναντούνε τις βασικές σου τις αρχές».
Οσο πέτυχε η λογοκρισία της εποχής να σταματήσει τον Σαββόπουλο, άλλο τόσο το πέτυχαν και οι σύγχρονοι «λογοκριτές». Οι οποίοι δεν έχουν τη δύναμη να κόψουν τραγούδια, όμως προσπάθησαν κάποια στιγμή να ακυρώσουν τον εθνικό μας Νιόνιο. Γιατί; Επειδή δεν ταίριαζαν οι δηλώσεις του με τις κομματικές τους ιδέες. Και δεν ντράπηκαν ακόμα και τώρα να προσθέσουν στις συλλυπητήριες ανακοινώσεις τους εκείνο το «αλλά», που ακυρώνει ό,τι προηγείται. Μόνο που δεν υπολόγισαν πως δεν μπορείς να ακυρώσεις κάποιον που δεν ανήκει σε κανέναν, επειδή εμπεριέχει το όλον. Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν η Εθνική Ελλάδος.