Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Στην πραγματικότητα, πίσω από τη φιλολογία του τελευταίου διαστήματος -που δεν είναι μόνον εσωτερική, αλλά παράγεται και στη γειτονική μας χώρα- υπάρχει το αιώνιο «παιχνίδι του φταίχτη», αυτό που στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης καταγράφεται ως «blame game».
Οι πάντες γνωρίζουν ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι ναός της Δικαιοσύνης – αποφασίζει και με πολιτικά κριτήρια. Και όταν το πράγμα φτάσει στις λεπτομέρειες -για παράδειγμα, ποια ΑΟΖ δικαιούνται οι βραχονησίδες-, τότε το πράγμα θα μπλέξει ακόμα και για όσα θεωρούμε ως αυτονοήτως δικά μας.
Το ίδιο -φυσικά- γνωρίζει και η Τουρκία για εκείνα που δείχνει να θεωρεί ως αυτονοήτως δικά της. Εν ολίγοις, αυτό που θα προέκυπτε στο τέλος, θα ήταν ένας συμβιβασμός – για τον οποίον καμία πλευρά δεν θα μπορούσε να περηφανεύεται. Ομως, τόσο η χώρα μας όσο και η Τουρκία έχουν επενδύσει στην απόλυτη νίκη. Τι απομένει, επομένως; Το «blame game».
Το ζήτημα είναι ποιος θα χρεωθεί την αποτυχία κοινής προσφυγής στη Χάγη – και στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει κανέναν λόγο να παίζει το παιχνίδι της Αγκυρας, με το να χρεώνεται μία τέτοια εξέλιξη.
Η κάμηλος και το 2%
Το καθεστώς Ερντογάν δεν πρωτοτυπεί ως προς την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο: όπως όλες οι προηγούμενες τουρκικές κυβερνήσεις, προσθέτει -πέραν της υφαλοκρηπίδας- θέματα στο τραπέζι, με στόχο κάποια στιγμή να καταστήσει ένοχη την Ελλάδα για την αποτυχία κοινής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο.
Πώς απαντά η ελληνική πλευρά; Δεν απαντά – η πολιτική μας σκηνή έχει καταλήξει από τη δεκαετία του ’70 ότι το μοναδικό θέμα προς διευθέτηση είναι η υφαλοκρηπίδα και εμμένει σε αυτό.
Το ερώτημα που προβάλλει, ωστόσο, είναι το εξής: αν δεν μπουν πρόσθετα θέματα στο τραπέζι και από την ελληνική πλευρά, ποιος θα είναι ο ηττημένος στο «παιχνίδι του φταίχτη»;
Ποιος θα χρεωθεί, δηλαδή, την αποτυχία; Δυστυχώς, η απάντηση είναι μία – και δεν μας συμφέρει…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου