
Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Κατ’ αρχάς, η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες είναι δεδομένη – ήταν ο Αλέξης Τσίπρας που προχώρησε σε αυτό το βήμα αμέσως μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου. Ομως, τότε επρόκειτο για μία κίνηση αναγκαστική – η κυβέρνηση είχε χάσει τη δεδηλωμένη λόγω της αποχώρησης των στελεχών του «Αριστερού Ρεύματος» και θα έπρεπε να στηριχθεί στην ψήφο της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ.
Αντίθετα, σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: ο Κυριάκος Μητσοτάκης κυβερνά με απόλυτη κοινοβουλευτική άνεση, έχοντας ένα ποσοστό που άγγιξε το 40% στην κάλπη και τις δημοσκοπήσεις να του δίνουν ακόμα μεγαλύτερο «αέρα». Και βέβαια, η αύξηση της διαφοράς μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να κάνει με την προσδοκία των ψηφοφόρων ότι οσονούπω θα ξαναγίνουν εκλογές – κανένα εκλογικό σώμα δεν επιθυμεί πρόωρες κάλπες- αλλά με όσα έχουν ήδη γίνει και όσα περιμένουν να γίνουν στο μέλλον…
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει τίποτα να κερδίσει με πρόωρες κάλπες: πέραν του κόστους που θα πληρώσει σε μία τέτοια περίπτωση -το οποίο θα είναι αντιστρόφως ανάλογο της βαρύτητας του λόγου που θα επικαλεστεί για το πρόωρο ραντεβού με την κάλπη- θα μειώσει και τον συνολικό χρόνο διακυβέρνησης που της αναλογεί, μιας και η Ιστορία μάς διδάσκει ότι τρίτη εντολή δεν δίνεται από την ελληνική κοινωνία.
Επομένως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν φοβάται πραγματικά ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσπαθήσει να κάνει τώρα εκλογές, αλλά χρησιμοποιεί αυτό το ενδεχόμενο για να κρατά συσπειρωμένη τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως για να πλαγιοκοπεί την κυβέρνηση, εμφανίζοντάς την ως ενδιαφερόμενη μόνον για την κάλπη και όχι για αυτό καθ’ αυτό το κυβερνητικό έργο.
Από την άλλη πλευρά, ο σημαντικότερος λόγος ανησυχίας του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είναι ο νέος εκλογικός νόμος, ο οποίος ανεβάζει τον πήχη της αυτοδυναμίας σε ποσοστό που δεν έλαβε ούτε στην καλύτερη στιγμή του…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου