Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα άτομα με υπνική άπνοια έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν Πάρκινσον σε σχέση με όσους δεν παρουσιάζουν διαταραχές στην αναπνοή κατά τον ύπνο. Η υπνική άπνοια χαρακτηρίζεται από προσωρινό κλείσιμο των ανώτερων αεραγωγών κατά τη νύχτα, με επαναλαμβανόμενες διακοπές της αναπνοής που επηρεάζουν την ποιότητα του ύπνου και προκαλούν κόπωση.
Η ανάλυση βασίστηκε σε ιατρικά δεδομένα περισσότερων από 11 εκατομμυρίων βετεράνων στις ΗΠΑ, για την περίοδο 1999–2022. Το 14% του δείγματος είχε διαγνωστεί με υπνική άπνοια και, σε μέση παρακολούθηση σχεδόν έξι ετών από τη διάγνωση, η ομάδα αυτή παρουσίασε περίπου διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης Πάρκινσον σε σύγκριση με όσους δεν είχαν υπνική άπνοια.
Τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της έγκαιρης θεραπείας: οι συμμετέχοντες που χρησιμοποίησαν συσκευή CPAP μέσα στα δύο πρώτα χρόνια από τη διάγνωση ήταν σχεδόν 30% λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν τη νόσο. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η επαναλαμβανόμενη έλλειψη οξυγόνου (οξυγονοπενία) κατά τη διάρκεια της νύχτας μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία των νευρικών κυττάρων και να συμβάλλει στην εκδήλωση νευροεκφυλιστικών νόσων, ενώ προηγούμενες μελέτες είχαν συνδέσει την υπνική άπνοια με αυξημένο κίνδυνο άνοιας.
Οι συγγραφείς της μελέτης προτείνουν την ενσωμάτωση της αξιολόγησης ύπνου και της έγκαιρης παρέμβασης στις κλινικές πρακτικές, αλλά ζητούν και περαιτέρω έρευνα για την επιβεβαίωση μηχανισμών αιτιότητας.