Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), η Ελλάδα καταγράφεται μεταξύ των πέντε χωρών της Ε.Ε. με τα περισσότερα περιστατικά την τελευταία δεκαετία. Ο μύκητας C. auris αποτελεί σοβαρή απειλή για τους ασθενείς, καθώς εμφανίζει σημαντική αντοχή στα αντιμυκητιασικά φάρμακα, ενώ ταυτόχρονα επιβιώνει για μεγάλο διάστημα σε επιφάνειες και ιατρικό εξοπλισμό.
Η παραπάνω συνθήκη καθιστά τον μύκητα εξαιρετικά δύσκολο στον περιορισμό, ιδιαίτερα στις μονάδες υγείας, όπου νοσηλεύονται ευάλωτοι ασθενείς. Ο C. auris μπορεί να προκαλέσει λοιμώξεις του αίματος, του ουροποιητικού, των πληγών, ακόμη και ωτίτιδες, με ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις σε βαρέως πάσχοντες, και κυρίως σε όσους νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Τα στοιχεία του ECDC είναι αποκαλυπτικά: από το 2013 έως το 2023 αναφέρθηκαν 4.012 περιστατικά σε χώρες της Ε.Ε. και του ΕΟΧ.
Οι περισσότερες λοιμώξεις εντοπίστηκαν:
- στην Ισπανία (1.807),
- στην Ελλάδα (852),
- στην Ιταλία (712),
- στη Ρουμανία (404),
- στη Γερμανία (120)
Μόνο το 2023, τα κρούσματα ανήλθαν σε 1.346 σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκ των οποίων 451 καταγράφηκαν στη χώρα μας. Η δυναμική της εξάπλωσης στην Ελλάδα είναι ενδεικτική, τα τελευταία 5 χρόνια:
- 2019: 3 περιστατικά
- 2020: 20 περιστατικά
- 2021: 58 περιστατικά
- 2022: 327 περιστατικά
- 2023: 451 περιστατικά
Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, η C. auris έγινε ενδημική στη χώρα μας, όπως και σε Ιταλία, Ρουμανία και Ισπανία, υποστηρίζουν οι επιστήμονες του ECDC. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι πλέον εφικτό να εντοπιστούν μεμονωμένες εξάρσεις, καθώς η παρουσία του μύκητα είναι πλέον διαρκής και εκτεταμένη.
«Η C. auris εξαπλώθηκε μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Από μεμονωμένα περιστατικά κατέστη διαδεδομένη σε ορισμένες χώρες. Αυτό δείχνει πόσο γρήγορα μπορεί να εδραιωθεί στα νοσοκομεία», προειδοποιεί ο δρ Διαμαντής Πλαχούρας, επικεφαλής του Τμήματος Αντιμικροβιακής Αντοχής του ECDC.
Παρά την έκταση του προβλήματος, μόνο 17 από τις 36 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα διαθέτουν εθνικό σύστημα επιτήρησης για την C. auris, ενώ ειδικές οδηγίες πρόληψης και ελέγχου έχουν αναπτυχθεί σε μόλις 15. Το ECDC επισημαίνει ότι χωρίς συστηματική καταγραφή και υποχρεωτική αναφορά, η πραγματική διάσταση της απειλής πιθανόν υποεκτιμάται.

