Το συγκεκριμένο άρθρο, όπως ισχύει σήμερα, θεσμοθετεί μια εξαιρετική –και εν πολλοίς αναχρονιστική– διαδικασία για την άσκηση δίωξης κατά υπουργών, με τη Βουλή να επιτελεί έναν ιδιότυπο «ανακριτικό» ρόλο που απομακρύνεται από τις αρχές της διάκρισης των εξουσιών και της ισονομίας.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών, με αλλεπάλληλες Εξεταστικές και Προκαταρκτικές Επιτροπές, που κατέληξαν σε πορίσματα κομματικής γραμμής, κατέδειξε το θεσμικό αδιέξοδο: η Βουλή χρησιμοποιείται εργαλειακά, είτε για την αποτροπή ποινικών διαδικασιών, είτε για την πολιτική στοχοποίηση, υπονομεύοντας την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή του πρώην υφυπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Χρήστου Τριαντόπουλου, να ζητήσει την παραπομπή του –και η αποδοχή του αιτήματός του από την κυβέρνηση– για την υπόθεση των Τεμπών απευθείας στον φυσικό δικαστή συνιστά μια αξιοσημείωτη καινοτομία. Οχι μόνον ως πράξη προσωπικής και πολιτικής ευθύνης, αλλά και ως θεσμική παραδοχή ότι η ισονομία δεν μπορεί να εξαιρεί την εκτελεστική εξουσία.
Η πρόσφατη συγκυρία προσφέρεται για μια ουσιαστική επανεξέταση του άρθρου 86. Η κυβερνητική πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα, στο οποίο η αντιπολίτευση οφείλει να ανταποκριθεί θεσμικά πέρα από μικροπολιτικούς υπολογισμούς. Η ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, όπως και η αποκατάσταση της θεσμικής αξιοπιστίας είναι ζητήματα που υπερβαίνουν τις κυβερνητικές θητείες. Και η συγκυρία αυτή ίσως προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για ένα νέο κεφάλαιο στη σχέση της πολιτικής εξουσίας με τη Δικαιοσύνη.