Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ εξέτασαν 183 απολιθώματα ηλικίας 12,4 εκατομμυρίων ετών που είχαν ανακαλυφθεί στη Βενεζουέλα και συνέκριναν τα ευρήματα με δεδομένα από άλλες περιοχές της Νότιας Αμερικής. Η ανάλυση δείχνει ότι τα αρχαία ανακόντα έφταναν σε μήκος 4 έως 5 μέτρων, δηλαδή σε μέγεθος όμοιο με τα σημερινά μεγαλύτερα άτομα του είδους.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, το μέγεθος αυτό είχε καθιερωθεί πολύ σύντομα μετά την εμφάνιση του γένους και διατηρήθηκε σταθερό στους επόμενους εκατομμύρια χρόνια.
Το εύρημα θεωρήθηκε απρόσμενο από τους επιστήμονες επειδή η περίοδος του Μεσομειόκαινου συνδέεται γενικά με μεγαλύτερα μεγέθη σε πολλά ζώα, εξαιτίας θερμότερου κλίματος, εκτεταμένων υγροτόπων και αφθονίας τροφής. Η ομάδα της έρευνας επισημαίνει ότι υπήρχε προσδοκία για απολιθώματα που θα μαρτυρούσαν φίδια μήκους 7 ή 8 μέτρων, αλλά κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε στα διαθέσιμα δείγματα.
«Διαπιστώσαμε ότι τα ανακόντα ανέπτυξαν μεγάλο μέγεθος σώματος λίγο μετά την εμφάνισή τους πριν από 12,4 εκατομμύρια χρόνια και ότι αυτό δεν έχει αλλάξει έκτοτε», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας, Αντρές Αλφόνσο-Ρόχας. «Περιμέναμε να βρούμε απολιθώματα που θα έδειχναν φίδια μήκους 7 ή 8 μέτρων, ειδικά σε μια εποχή με υψηλότερες θερμοκρασίες. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις για μεγαλύτερα ανακόντα εκείνης της περιόδου».
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα ευρήματα στηρίζουν την εκτίμηση πως το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό του γιγαντιαίου μεγέθους εμφανίστηκε αρχικά και παρέμεινε σταθερό παρά τις μεταβολές στο κλίμα και τη σύνθεση των οικοσυστημάτων.
Η μελέτη χρησιμοποιεί παλαιοντολογικά δεδομένα ώστε να χαρτογραφήσει την εξέλιξη του μεγέθους σε γεωλογικό χρόνο και υπογραμμίζει το ρόλο των περιβαλλοντικών συνθηκών στην πρώιμη διαμόρφωση της μορφολογίας του είδους.
Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν μορφομετρικές μετρήσεις και στατιστικές αναλύσεις για να εκτιμηθεί το συνολικό μήκος από τμήματα σπονδύλων και οστών, ενώ τα δεδομένα τοποθετήθηκαν σε χρονική σειρά για να αξιολογηθεί η πορεία του μεγέθους.
Επιπλέον, οι επιστήμονες συνέκριναν τα ευρήματα με σύγχρονα δείγματα ανακόντων και με δεδομένα άλλων μεγάλων ερπετών της περιοχής, ώστε να διαπιστωθεί εάν οι κλιματικές ή οικολογικές μεταβολές επέφεραν σειρές αύξησης ή μείωσης στο μέγεθος. Η έλλειψη στοιχείων για μεγαλύτερα άτομα στον Μεσομειόκαινο οδηγεί τους συγγραφείς να εξετάσουν εναλλακτικές εξηγήσεις, όπως οικολογικούς περιορισμούς, βιολογικούς περιορισμούς ανάπτυξης ή τοπική διαθεσιμότητα βιότοπων.
Τα δεδομένα από τη Βενεζουέλα συνδυάστηκαν με παλαιογεωγραφικές αναλύσεις για να τεκμηριωθεί η γεωγραφική κατανομή των μορφών και να καθοριστούν οι πιθανές ζώνες εξάπλωσης του γένους. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικό περιοδικό και θα λειτουργήσουν ως βάση για μελλοντικές παλαιοντολογικές αποστολές και αναλύσεις στη Νότια Αμερική. Συγκεκριμένα σχεδιάζονται νέες επιτόπιες συλλογές και αναλύσεις.
