Μετά την πρώτη αναβάθμιση εντός της επενδυτικής βαθμίδας το 2025 στη βαθμίδα ΒΒΒ από την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα του ΒΒΒ-, πλέον το υπουργείο βάζει πλώρη για τη βαθμίδα ΒΒΒ+ μέσα στο 2026, με όπλα εκτός από την αποπληρωμή των παλαιών δανείων και τις επιδόσεις της οικονομίας, οι οποίες αναμένεται να παραμείνουν υψηλές για την τριετία 2025-2027.
Η φιλόδοξη αυτή συνέχεια εκτιμάται ότι θα υποστηριχθεί και από τις αγορές, οι οποίες τιμολογούν εδώ και πέντε χρόνια τα ελληνικά ομόλογα ωσάν να βρίσκονταν μία ή δύο βαθμίδες υψηλότερα από τη σημερινή, διατηρώντας τις αποδόσεις χαμηλότερα από αυτές της Ιταλίας και της Γαλλίας και πολύ κοντά σε αυτές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Στην πράξη, μία νέα αναβάθμιση θα ανοίξει τον δρόμο να αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι επενδυτές «καλής ποιότητας» στα ελληνικά ομόλογα. Δηλαδή οι επενδυτές που αγοράζουν ελληνικούς τίτλους ως αποταμίευση και όχι για πρόσκαιρες αγοραπωλησίες, στις οποίες επιδίδονται τα κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds). Η εμπλοκή των «επενδυτών της επενδυτικής βαθμίδας» θα κάνει πιο εύκολη τη διατηρήσιμη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, που είναι το ζητούμενο, αφού θα πρέπει να συνεχιστεί η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Κέρδος 3,5 δισ.
Δεύτερο σημαντικό είναι το κέρδος των 3,5 δισ. ευρώ που έχουμε από εξοικονόμηση τόκων από την πρόωρη εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ ύψους 8,7 δισ. ευρώ και την έως τώρα πρόωρη εξόφληση 26,6 δισ. ευρώ από το διμερές δάνειο των 52,9 δισ. ευρώ με τις χώρες της ευρωζώνης. Η φετινή αποπληρωμή 5,3 δισ. ευρώ εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο πρόωρων αποπληρωμών, με στόχο την απαλλαγή της χώρας από υψηλού κόστους δάνεια και τη βελτίωση του προφίλ του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι αναφορικά με τις πρόωρες αποπληρωμές, έχουν προηγηθεί τον Μάρτιο του 2019 τα 2,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ, τον Μάρτιο του 2021 η πρόωρη αποπληρωμή 2,65 δισ. ευρώ και για το 2023, μαζί με την πλήρη πρόωρη προεξόφληση των δανείων του ΔΝΤ ύψους 1,86 δισ. ευρώ, ακολούθησε μία ακόμα πρόωρη αποπληρωμή δανείων GLF ύψους 5,29 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023. Στα παραπάνω θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η τριπλή δόση ύψους 7,93 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2024.
Ηδη μέχρι στιγμής το Δημόσιο προεξόφλησε πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ από τα διμερή δάνεια GLF, αρχικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ, έχει ήδη αποπληρώσει ποσό 21,3 δισ. ευρώ. Το υπολειπόμενο ποσό των συγκεκριμένων δανείων ανέρχεται σε 26,6 δισ. ευρώ και προγραμματιζόταν να αποπληρωθεί σε σχεδόν ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041, σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα αποπληρωμής.
Συνυπολογίζοντας αντίστοιχα και τα οφέλη από τις πρόωρες αποπληρωμές που προηγήθηκαν μέχρι το 2025, το Δημόσιο αποπλήρωσε ταχύτερα δάνεια 29 δισ. ευρώ, αλλά διέγραψε και τόκους 3,5 δισ. ευρώ μέχρι τώρα. Τα χρήματα αυτά είναι διαθέσιμα για νέες ελαφρύνσεις, δημιουργία κεφαλαίου που θα μπορεί να διατηρήσει το έλλειμμα κάτω από το 3% ή αποπληρωμή του χρέους. Σε κάθε περίπτωση, η μείωση των υποχρεώσεων διατηρεί την ανθεκτικότητα της οικονομίας στο διηνεκές, καθώς εκτός από τη μείωση των δαπανών για τόκους διατηρεί και κεφάλαια για έκτακτες ανάγκες.
Πολλαπλά οφέλη
Μία νέα αναβάθμιση της οικονομίας θα συμπαρασύρει και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες πλέον θα μπορούν να δανείζονται φθηνότερα από τη διατραπεζική αγορά και να διαχειρίζονται πιο άνετα τη ρευστότητά τους. Με δεδομένο ότι οι εμπορικές τράπεζες υπολογίζουν να προωθήσουν σε νέες χορηγήσεις περίπου 7,5 δισ. ευρώ το 2026, σε περίπτωση νέας αναβάθμισης αυτό μπορεί να γίνει με χαμηλότερα επιτόκια, κυρίως για τις επιχειρήσεις,, οι οποίες στη συνέχεια θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας μειώνοντας περαιτέρω την ανεργία. Τα νοικοκυριά, σταδιακά, με τη βελτίωση της αγοράς κατοικίας, θα μπορούν πια να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι με καλύτερους όρους. Συνεπώς, η νέα αναβάθμιση της οικονομίας θα έχει πολλαπλά οφέλη για τους πολίτες, το Δημόσιο και τις εμπορικές τράπεζες.
Σταθερός στόχος η επιστροφή στη βαθμίδα Α
Ως γνωστόν, η Ελλάδα έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο την επαναφορά της οικονομίας στη βαθμίδα Α, όπου βρισκόταν πριν από την κρίση χρέους. Στην κατεύθυνση αυτή, το ΥΠΕΘΟ μένει προσηλωμένο στη μείωση του χρέους και την επόμενη χρονιά. Το καθαρό υπόλοιπο του χρέους θα μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 7,7% του ΑΕΠ, στο 138,2% από 145,9% το 2025. Ως απόλυτο υπόλοιπο, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα μειωθεί κατά 3,5 δισ. ευρώ, στα 359,3 δισ. ευρώ από 362,8 δισ. ευρώ που αναμένεται να φτάσει στο τέλος του 2025. Το κόστος των τόκων θα μειωθεί επίσης στο 2,9% του ΑΕΠ το 2026 από 3% το 2025. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποπληρώνει με σταθερό ρυθμό το διμερές δάνειο με την ευρωζώνη, καταβάλλοντας το 2026 άλλη μία διπλή δόση ύψους 5,3 δισ. ευρώ, όπως αυτή που πλήρωσε τη Δευτέρα, με στόχο να εξοφλήσει το 2031, 10 χρόνια νωρίτερα από τη φυσική λήξη του. Στο πλαίσιο της δυναμικής διαχείρισης, μέσα σε όλα τα άλλα, το πρώτο τρίμηνο θα έχει ξεκαθαρίσει και το θέμα με τα warrants, που είχαν οι κάτοχοι των ομολόγων του PSI. Δηλαδή της επιπλέον απόδοση των «κουρεμένων» ομολόγων από τη στιγμή που το ΑΕΠ θα έφτανε τα 266 δισ. ευρώ και η ανάπτυξη το 2%. Με την κίνηση αυτή, η οποία ξεκίνησε με μια πρόταση εξαγοράς την άνοιξη και κατέληξε σε αντιδικία στα αγγλικά δικαστήρια, το Δημόσιο απέφυγε να πληρώσει τόκους, οι οποίοι μπορεί να έφταναν τα 600 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση μέχρι και το 2042.
Το πρόγραμμα για το 2026
Το ΥΠΕΘΟ θα έχει και την επόμενη χρονιά ένα μικρό δανειακό πρόγραμμα της τάξης των 8 δισ. ευρώ, ενώ θα έχει και ένα τεράστιο απόθεμα ταμειακών διαθεσίμων που θα υπερβαίνει τα 30 δισ. ευρώ. Η μέση λήξη του χρέους αναμένεται ότι θα διαμορφωθεί στα 16,3 χρόνια, θα είναι δηλαδή αρκετά υψηλότερα από την πλειοψηφία των μελών της Ε.Ε. Σε μια προσπάθεια περαιτέρω επιμήκυνσης της μέσης διάρκειας του χρέους, ο ΟΔΔΗΧ αναμένεται να μετακυλήσει βραχυπρόθεσμο δανεισμό (με διάρκεια έως και ένα έτος) ύψους 1 δισ. ευρώ σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο δανεισμό. Αυτό θα γίνει με στόχο να τοποθετηθούν στα ελληνικά ομόλογα περισσότεροι «καλής ποιότητας» επενδυτές, όπως ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία αγοράζουν ομόλογα ως αποταμίευση και τα διακρατούν μέχρι τη λήξη τους, με αποτέλεσμα το κλείδωμα των αποδόσεων σε χαμηλότερα επίπεδα.

