Στην τρέχουσα διεθνή αβεβαιότητα, την οποία έχει πυροδοτήσει ο πόλεμος των δασμών που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, η Ελλάδα έχει να φοβάται πολύ λιγότερο για τις συνέπειες συγκριτικά με άλλες μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η αλήθεια είναι ότι η ανθεκτικότητα αυτή είχε βαρύ τίμημα. Με τη γλώσσα των αριθμών το τίμημα μεταφράζεται σε μείωση του ΑΕΠ κατά 25%, τεράστια αύξηση της ανεργίας που άγγιξε το 28% και μείωση των εισοδημάτων κατά 30%.
Κορονοϊός
Ωστόσο, σήμερα, η Ελλάδα ανακάμπτει έχοντας σχετικά μικρές επιπτώσεις από τις διαδοχικές εξωτερικές κρίσεις, με εξαίρεση αυτή που έφερε η πανδημία του κορονοϊού αφού «έπληξε» τον κρίσιμο τομέα του τουρισμού. Η συνέχεια, όμως, ήταν εντυπωσιακή. Η Ελλάδα ανέκαμψε γρηγορότερα από όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. και πλέον αναπτύσσεται με ρυθμούς πολλαπλάσιους συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η «αυτόνομη» αυτή αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας, μέσα σε μια Ευρώπη η οποία κινείται στα όρια της στασιμότητας, εδώ και τρία χρόνια, οφείλεται σε πέντε πλεονεκτήματα τα οποία έχει αποκτήσει τα τελευταία 15 χρόνια. Κάποια από αυτά είναι «προνόμια» που έχουν δοθεί από την Ε.Ε., μέσα στα τρία προγράμματα διάσωσης, ενώ αλλά αποτελούν αποτέλεσμα αλλαγών, άλλων επώδυνων και άλλων απαραίτητων, οι οποίες ξεκίνησαν από το 2010 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Αναλυτικά, τα ατού με τα οποία προσέρχεται η Ελλάδα και στην κρίση των δασμών είναι:
1 Ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις: Η Ελλάδα αντιμετώπισε τα «δίδυμα» ελλείμματα του 2010 (δημοσιονομικό και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών) και πλέον, ύστερα από δεκαετίες, καταγράφει δημοσιονομικό πλεόνασμα το οποίο έφτασε στο 1,3% του ΑΕΠ το 2024 και αναμένεται να παραμείνει θετικό και το 2025. Το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε πέρσι στο ύψος-ρεκόρ του 4,8% του ΑΕΠ και αναμένεται να μείνει ψηλά, στο 3,2% του ΑΕΠ, το 2026. Ολα αυτά ενώ από το 2019 μέχρι και σήμερα είχαμε τη μείωση 70 φόρων και σταθερή ετήσια υπέρβαση των φορολογικών εσόδων. Στο τέλος του 2023 έγινε η κίνηση ματ με το πακέτο μέτρων αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, το οποίο απέδωσε πέρσι 2 δισ. ευρώ νέα φορολογικά έσοδα, τα οποία φέτος αναμένεται να φτάσουν τα 3 δισ. ευρώ. Με βάση την υπεραπόδοση της οικονομίας, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών σχεδιάζει ήδη ένα νέο πακέτο μείωσης φόρων με σημείο αναφοράς τη μεσαία τάξη και τα ακίνητα. Με τη δυνατότητα που δίνουν οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις, η Ελλάδα συνεχίζει να αυξάνει τα εισοδήματα και σε περιόδους διεθνών κρίσεων και αυτό αποτελεί πλέον πολιτική επιλογή. Οπως τόνισε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, «ο σχεδιασμός μας έχει έναν και μόνο άξονα: να μετατρέπουμε το δημοσιονομικό πλεόνασμα σε κοινωνικό κεφάλαιο, χωρίς να ρισκάρουμε τη σταθερότητα της χώρας, ειδικά, θα προσέθετα, στους καιρούς που ζούμε».
2 Επενδύσεις βασισμένες σε κοινοτικούς πόρους: Η Ελλάδα είχε το 2024 τη μεγαλύτερη αύξηση επενδύσεων εντός της Ε.Ε., ωστόσο υστερεί ακόμη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στο σύνολό τους οι επενδύσεις στην Ελλάδα έφτασαν το 13,9% του ΑΕΠ το 2024 έναντι 21,4% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. για το ίδιο έτος. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων προέρχεται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Το ύψος των συγκεκριμένων επενδύσεων θα φτάσει φέτος στα 14,1 δισ. ευρώ και το 2026 τα 17,1 δισ. ευρώ. Από τα χρήματα αυτά, περίπου 12 δισ. ευρώ φέτος και 15 δισ. ευρώ το 2026 είναι κοινοτικοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και το ΕΣΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις, άρα και ένα μέρος της ανάπτυξης της οικονομίας, θα παραμείνει ανεπηρέαστο από τη γενικότερη αβεβαιότητα που επικρατεί στους επενδυτές διεθνώς, λόγω της αναστάτωσης που επικρατεί στο διεθνές εμπόριο.
3 Μεταρρυθμίσεις: Αν είναι κάτι που η Ελλάδα υποχρεώθηκε να κάνει τα τελευταία χρόνια, αυτό είναι μεταρρυθμίσεις. Μπορεί κάποιες να καθυστερούν στην ολοκλήρωσή τους, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει πολλά στο Δημόσιο και στην επαφή με τους πολίτες, στο φορολογικό, στο ασφαλιστικό, στις εργασιακές σχέσεις, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στην Υγεία, στην Παιδεία. Με τις 75 μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε φάση υλοποίησης από το ΤΑΑ, θα ολοκληρωθεί η ψηφιοποίηση του Δημοσίου, ένα μεγάλο μέρος της υποδομής για τη μετάβαση σε ένα περιβάλλον πράσινης ενέργειας και η ψηφιοποίηση της Παιδείας. Η πράσινη μετάβαση και η βελτίωση της λειτουργίας του Δημοσίου, αν ολοκληρωθούν όπως πρέπει, θα αποτελέσουν καταλύτες για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. «Η Ελλάδα είναι πλέον ένας αξιόπιστος και σταθερός επιχειρηματικός προορισμός. Μια σύγχρονη οικονομία που εξελίσσεται, μεταρρυθμίζεται και κερδίζει τη διεθνή εμπιστοσύνη» τόνισε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, μετά την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την S&P στη βαθμίδα ΒΒΒ, με θετικά σχόλια για το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
4 Ενίσχυση εξαγωγών: Η τάση αποβιομηχάνισης την περίοδο 2010-2018 και η μετανάστευση πολλών μεγάλων και παραδοσιακών ομίλων στο εξωτερικό λόγω αδυναμίας χρηματοδότησης έχει αρχίσει να αναστρέφεται. Αυτό φαίνεται και στις εξαγωγές, οι οποίες πλέον αφορούν σε ποσοστό 40% προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ. φάρμακα). Παράλληλα, ενισχύονται οι εξαγωγές παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας, όπως είναι τα τρόφιμα, τα μέταλλα και τα τελικά προϊόντα πετρελαίου (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης). Στις υπηρεσίες, πρώτος και με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο είναι ο τομέας του τουρισμού. Οι εξαγωγές σε αγαθά και υπηρεσίες έχουν φτάσει σε ετήσια βάση περίπου το 50% του ΑΕΠ, συνθήκη που μειώνει -αργά αλλά σταθερά- το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι η αύξηση των εξαγωγών σε αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας δίνει τη δυνατότητα ανακατεύθυνσής τους σε νέες αγορές σε περιόδους αναστάτωσης του διεθνούς εμπορίου, όπως αυτή που διανύουμε.
Υψηλό αλλά απολύτως βιώσιμο το χρέος
5 Σε μια περίοδο που τα επίπεδα χρέους είναι πολύ υψηλά, ακόμη και στην άλλοτε «δημοσιονομικά ορθόδοξη» Ευρώπη, η βιωσιμότητα του χρέους είναι ένας παράγοντας αποφασιστικής σημασίας για την επιλογή μίας χώρας ως επενδυτικού προορισμού από επιχειρήσεις αλλά και κράτη. Η Ελλάδα παραμένει η χώρα με το υψηλότερο χρέος εντός της Ε.Ε. (θα μειωθεί στο 147,5% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου). Ωστόσο, με τις συμφωνίες του 2012 και του 2018 για τη διευθέτηση του χρέους και σε συνδυασμό με τη διαχείριση που έγινε από το 2019 μέχρι και σήμερα, το ελληνικό χρέος είναι περισσότερο βιώσιμο από αυτό της Γερμανίας. Αυτό το πιστοποιούν και οι τελευταίες εκθέσεις του ΔΝΤ, της Ε.Ε. αλλά και των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι έχουν σήμερα την Ελλάδα στη βαθμίδα ΒΒΒ. Εκτός από τη δεδομένη βιωσιμότητά του, το ελληνικό χρέος αποκλιμακώθηκε με ρυθμό 10,3% του ΑΕΠ το 2024, η μεγαλύτερη αποκλιμάκωση ανάμεσα στα μέλη της Ε.Ε. Σχολιάζοντας σχετικά ο Κ. Πιερρακάκης τόνισε ότι «μικρότερο χρέος σημαίνει μικρότερα βάρη και περισσότερες ευκαιρίες για όλους».

