Πρόκειται για ένα πακέτο μόνιμων μέτρων ενίσχυσης των εισοδημάτων, μακριά από τη φιλοσοφία των επιδομάτων που κυριαρχούσε στο παρελθόν. Η αύξηση των εσόδων που οφείλεται στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στην ενίσχυση της αγοράς εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας, επιτρέπει στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια σειρά ουσιαστικών παρεμβάσεων, με άμεσο οικονομικό αποτύπωμα για τους πολίτες, χωρίς να διαταράσσεται η δημοσιονομική ισορροπία της χώρας.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ περισσότερων από 70 άμεσων και έμμεσων φόρων τα προηγούμενα χρόνια, τώρα ήρθε η ώρα μιας γενναίας παρέμβασης στη φορολογική κλίμακα με τρόπο που θα ευνοεί τη μεσαία τάξη και τις οικογένειες με παιδιά. Θα είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται μια δομική αλλαγή στον τρόπο φορολόγησης, έτσι ώστε οι οικονομικά ευάλωτοι να εξακολουθούν να απολαμβάνουν την κοινωνική μέριμνα του κράτους, αλλά να επωφελούνται ταυτόχρονα και τα λεγόμενα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Σε συνδυασμό με κάποιες βελτιώσεις στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, το αποτέλεσμα που προσδοκάται είναι η αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, η πιθανή ενσωμάτωση της προσωπικής διαφοράς που αφορά 670.000 συνταξιούχους και η εξέταση της αύξησης του μόνιμου επιδόματος των 250 ευρώ για συνταξιούχους και αναπήρους διευρύνουν περαιτέρω την ομπρέλα προστασίας προς όλες τις κοινωνικές ομάδες.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ η προσοχή και η έγνοια της κυβέρνησης εστιάζονται στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο, αν και έχει σαφή οικονομική διάσταση, δεν εξαντλείται σε αυτήν. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο ζήτημα, που απαιτεί ένα πλέγμα δράσεων και καλύψεων που ξεκινά από την ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας και εκπαίδευσης έως τη στέγαση και την αγορά εργασίας. Η υπογεννητικότητα, που απειλεί το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης, απαιτεί εργαλεία που πριμοδοτούν την αποκέντρωση και βοηθούν στη διπλή σύγκλιση με την καταπολέμηση των διαπεριφερειακών ανισοτήτων.
ΑΝ ΚΑΙ το δημογραφικό θα μπορούσε να αποτελέσει κοινό τόπο σύγκλισης μεταξύ του πολιτικού κόσμου, η μέχρι στιγμής στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης δείχνει πως επιλέγουν τη λογική της μετωπικής σύγκρουσης, του ισοπεδωτικού λόγου και της άκρατης παροχολογίας. Ακολουθώντας την επικίνδυνη ρητορική τού «δώσ’ τα όλα», υπόσχονται επαναφορά 13ου και 14ου μισθού, χωρίς να υπολογίζουν τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και αγνοώντας πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως δεν θα υπήρχε περιθώριο για κανένα άλλο μέτρο οικονομικής ενίσχυσης των πολιτών. Από το «λεφτά υπάρχουν» του ΠΑΣΟΚ μέχρι τα «λεφτόδεντρα» του ΣΥΡΙΖΑ, η διαφορά είναι μικρή και το αποτέλεσμα το ίδιο: πλειοδοτούν σε ακοστολόγητες υποσχέσεις, ακολουθώντας τις τακτικές που χρεοκόπησαν τη χώρα.
ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με την κυβέρνηση, η οποία από το 2019 μέχρι σήμερα προχωρά με ένα συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης και θωράκισης της ελληνικής οικονομίας σε στέρεες βάσεις. Απόδειξη αυτού είναι ότι σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας η χώρα μας προβάλλει ως δύναμη σταθερότητας και παράγοντας ασφάλειας. Την ώρα που μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η γαλλική, η βρετανική και η γερμανική, κλυδωνίζονται επικίνδυνα, η ελληνική οικονομία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, καθώς πλέον γίνεται σε περιβάλλον σταθερότητας και όχι στο ασταθές περιβάλλον δίδυμης κρίσης χρέους – ελλείμματος που είχαμε παλαιότερα. Πρόκειται για μια κατάκτηση του ελληνικού λαού και καμία πολιτική δύναμη δεν έχει το δικαίωμα να την απειλήσει για λόγους εσωκομματικού ανταγωνισμού.

