Ειδικά όταν πρόκειται για έργα που αφορούν την πρωτεύουσα, δηλαδή τους σχεδόν 4 εκατομμύρια πολίτες μιας μητρόπολης που μένουν, εργάζονται ή διασχίζουν τους δρόμους της, τότε αυτή η απαίτηση καθίσταται νομοτελειακή.
Η περίπτωση της Λεωφόρου Βασιλίσσης Ολγας αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα. Η προηγούμενη Δημοτική Αρχή είχε αποφασίσει την ανάπλασή της, επιτρέποντας τη διέλευση μόνο ΜΜΜ και την ελεγχόμενη χρήση Ι.Χ. για παρόδιες αθλητικές χρήσεις, πατώντας πάνω στην εγκεκριμένη μελέτη της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας του 2000, μετά τις απαραίτητες επικαιροποιήσεις. Επρόκειτο για ένα καίριο κομμάτι του παζλ της ενοποίησης του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Η νυν Δημοτική Αρχή αποφάσισε να τροποποιήσει τη χρήση του δρόμου, μετατρέποντάς τον σε δρόμο ήπιας κυκλοφορίας οχημάτων. Η νέα μελέτη εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο, αλλά όχι από τα συναρμόδια υπουργεία, όπως προβλέπει ο νόμος. Πρόκειται για μία τυπική αλλά και ουσιαστική παράλειψη, δεδομένου ότι δεν μιλάμε για κάποιον περιφερειακό δρόμο ενός μικρού δήμου, αλλά για μία κεντρική αρτηρία στην καρδιά της πρωτεύουσας – και μάλιστα με αρχαιολογικά ευρήματα.
Σε τέτοια θέματα δεν χωρούν αποφάσεις που λαμβάνονται από κάποιο «πολιτικό γινάτι». Ακόμα περισσότερο, θα έπρεπε η Δημοτική Αρχή της Αθήνας να απαντήσει αν, τελικά, θέλει να προωθεί έργα που αποθαρρύνουν τη χρήση Ι.Χ. και ευνοούν τους πεζούς ή το αντίθετο. Το «άνοιγμα» της Λεωφόρου Β. Ολγας, έστω και ως δρόμου ήπιας κυκλοφορίας, αφαιρεί από την πρωτεύουσα τη δυνατότητα μιας ανάσας που τόσο της λείπει.